Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Παραμύθα 12 - Ο αόρατος συνοδός

Τον παρακολουθούσε από μακριά με βλέμμα γερακίσιο

και τον ακολουθούσε πάντα, σαν σκύλος μέγας και πιστός.

Χόρευε τον Πυρρίχιο (τον πύρινο τον ήχο)

και οι κλαγγές των όπλων έκρυβαν

το κλάμα απ' το μωρό.

Καβάλησε ροκάροντας την πέτρινη Αργώ

και νύχτα διέπλευσε επτά θάλασσες ζοφερές,

διοχετεύοντας το Λάλον Ύδωρ

στου κόσμου τα κανάλια τα σπειροειδή.

Παραμύθα 10 - Το Μινόρε Της Καινούριας Ανατολής Του Ανθρώπινου Γένους

Αυτός ο τεράστιος σωρός από ερείπια, μόνο

την ύπαρξη ζωής δεν υποδήλωνε. Στην ανάμνηση

των πολυώροφων κτιρίων, που κάποτε ορθώνονταν

με αυθάδικη ωραιοπάθεια, τώρα υπάρχουν

μονάχα ακαλαίσθητοι όγκοι με συντρίμμια από

μπετό και σίδερο. Η σκουριά έχει διαβρώσει όλα τα

εκτεθειμένα μέταλλα και τα μπετά, τα οποία έχουν

μια υποκίτρινη όψη, δείγμα αρρώστιας και φθοράς.

Η τοξική όξινη βροχή θανάτωσε τα πάντα. Στον

χώρο που κάποτε ασφυκτιούσε από ζωή και κίνηση,

άπλωσε ο θάνατος το νεκρικό του σάβανο, και

μετά ήρθε η σιωπή για να επουλώσει τα τραύματα

του χρόνου και να θάψει κάτω απ' τα ερείπια την

ανάμνηση της καταστροφής.

Την νεκρική σιωπή σπάει ένας διαπεραστικός

ήχος, σαν βουητό, σαν υπόκωφο σφύριγμα, και στον

ουρανό εμφανίζεται μία ιπτάμενη μηχανή. Η τροχιά

της μοιάζει ακανόνιστη, με απότομες στροφές και

ξαφνικά ανεβοκατεβάσματα. Ένας προβολέας που

εκπέμπει μια στενή γαλάζια ακτίνα, σαρώνει το

έδαφος σαν να ψάχνει να βρει κάτι. Η ιπτάμενη

μηχανή διασχίζει κατά μήκος ολόκληρη την έκταση

με τα βουνά απ' τα ερείπια και τελειώνοντας

ευθυγραμμίζει την πορεία της, αυξάνει την ταχύτητά

της και χάνεται στον ορίζοντα. Ο χώρος, η περιοχή

επανέρχεται στην κυριαρχία της νεκρικής σιγής.

Κάπου λίγο πιο έξω από τα δυτικά όρια της

νεκρής πόλης, ο Μήτσος ο Πουλίκας ξεπρόβαλε

αργά-αργά, κάτω από την ομπρέλα-καβούκι που τον

έκρυβε. Κοίταξε γύρω τριγύρω στον ορίζοντα και

όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν υπάρχει τίποτα στον

ουρανό, έκλεισε την αυτοσχέδια ομπρέλα του, την

κρέμασε διαγωνίως στην πλάτη του και με γοργό

βήμα συνέχισε τον δρόμο του. Αν οι πληροφορίες

του ήταν σωστές, τότε κάπου εδώ τριγύρω θα

έπρεπε να βρισκόταν αυτό που γύρευε. Αν κι έχουν

περάσει 40 σχεδόν χρόνια (κι ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα),

η διαμόρφωση της περιοχής δεν έχει μεταβληθεί

σε σημαντικό βαθμό, και ευτυχώς η αναγνώριση

γίνεται με σχετική ευκολία. Ο Πουλίκας χαμογέλασε,

καθώς σκέφτηκε πως αυτός ο Λαλιώτης είχε

πάρει πολύ στα σοβαρά τον ρόλο του και δεν είχε

αφήσει τίποτα στην τύχη. Είχε φροντίσει να μένει

σε αραιοκατοικημένη περιοχή, κοντά στην πόλη

αλλά όχι μέσα σ' αυτή, ούτως ώστε να μη θαφτεί

το έργο του κάτω από τα ερείπια των ουρανοξυστών.

Στο έδαφος υπήρχαν σημάδια από κατεστραμμένη

περίφραξη. Στο κέντρο υπήρχε ένας σωρός από

κιτρινισμένα δομικά υλικά και υπολείμματα από

καμένα ξύλα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να

βρισκόταν το σπίτι του Λαλιώτη και η ύπαρξη

υπερβολικά λίγων ερειπίων, είναι άλλο ένα δείγμα της

προνοητικότητας του πρώην ιδιοκτήτη, που είχε

φροντίσει να χτίσει ξύλινο σπίτι, ξέροντας πως το

ξύλο εύκολα καίγεται και δεν αφήνει ερείπια. Ο

Μήτσος κοιτάζοντας κάθε τόσο τον ουρανό, άρχισε

να ψάχνει μέσα στα λιγοστά ερείπια, για να βρει

κάποια ένδειξη που θα τον οδηγούσε στην ολοκλήρωση

της έρευνάς του. Ψάχνοντας προσεκτικά, δεν

άργησε να βρει την μολυβένια καταπακτή,

προστατευμένη από ένα χαμηλόκτιστο τοιχίο.

Το διαβρωμένο μέταλλο έτριξε και σκουριασμένες

φλοίδες ξεκόλλησαν από την επιφάνειά του, όταν

ο Πουλίκας έβαλε όλη του την δύναμη για να

το μετακινήσει. Τελικά, χρησιμοποιώντας την

αυτοσχέδια ομπρέλα σαν μοχλό, κατάφερε να

μετακινήσει την καταπακτή και να ελευθερώσει το άνοιγμα.

Κάτω από τα πόδια του έχασκε μια σκοτεινή

τρύπα με διάμετρο γύρω στο ένα μέτρο. Ο Πουλίκας

έβγαλε από την τσέπη του ένα φακό, τον άναψε

κι έριξε την φωτεινή δέσμη στην καρδιά της

σκοτεινής τρύπας. Μετά άνοιξε την ομπρέλα-καβούκι,

την τοποθέτησε πάνω από την ανοικτή τρύπα

και γλίστρησε στο εσωτερικό της. Μια μικρή

μεταλλική σκάλα τον οδηγούσε προς τα κάτω, αλλά

τα σάπια σκαλοπάτια υποχώρησαν κάτω απ' το βάρος

του Μήτσου, αυτός έχασε την ισορροπία του

και βρέθηκε με την πλάτη στο πάτωμα.

Ο φακός είχε σβήσει και η ομπρέλα που κάλυπτε

το στόμιο-είσοδο δεν άφηνε το φως της ημέρας να

εισχωρήσει και να φωτίσει το υπόγειο. Ένας

ζεστός και στεγνός αέρας γέμιζε τον σκοτεινό χώρο.

Ο Μήτσος σηκώθηκε στα γόνατα, ψηλάφισε στα

σκοτεινά, βρήκε τον φακό και τον άναψε. Με την

λεπτή δέσμη φωτός σάρωσε τον χώρο τριγύρω,

αργά και προσεκτικά. Βρισκόταν σε μια υπόγεια

αίθουσα, όχι μεγαλύτερη από τρία μέτρα επί δύο.

Οπισθοχώρησε λίγο και ακούμπησε στον τοίχο πίσω

του. Τότε πρόσεξε πως ο τοίχος πίσω του, αλλά και

το δωμάτιο ολόκληρο, είχε μια επένδυση από

κάποιο περίεργο, αφρώδες και μαλακό υλικό. Από το

ταβάνι κρέμονταν διάφορα γεωμετρικά σχήματα,

φτιαγμένα από ένα υλικό διάφανο και σπειρωτό,

τελείως άγνωστο και πρωτόγνωρο στο Μήτσο.

Στον διπλανό του τοίχο, καθώς και στον απέναντι,

κάτι πράγματα ήταν τοποθετημένα. Ο Μήτσος

προχώρησε προσεκτικά, προσπαθώντας να θέσει υπό

έλεγχο την ταραχή του. Στο τοίχο δίπλα του, υπήρχαν

κάτι μικρά τετράγωνα μεταλλικά κουτιά, τοποθετημένα

σε πυραμιδοειδή διάταξη. Ο Μήτσος είχε δει πολλά

διαφορετικά είδη μηχανικών κατασκευών (στα ερείπια των

καταστραμμένων πόλεων), και αμέσως κατανόησε

ότι βρισκόταν μπροστά σ' ένα σωρό από άθικτες

και καλοδιατηρημένες μηχανικές συσκευές. Η ιδέα

της απογοήτευσης σύρθηκε σαν παγωμένο φίδι στη

ραχοκοκαλιά του. Έστριψε την φωτεινή δέσμη του

φακού και σάρωσε μ' αυτή τον απέναντι τοίχο. Μια

σειρά από κομψές δερμάτινες κατασκευές ήταν

κρεμασμένες σε τακτά και καθορισμένα διαστήματα.

Ο Μήτσος ξεφούσκωσε κι ένιωσε την ταραχή

του να υποχωρεί. Για μια στιγμή σκέφτηκε, ότι

ίσως να είχαν δίκιο όλοι αυτοί που του έλεγαν να μη

πιστεύει σ' αυτές τις ιστορίες και τις διαδόσεις.

Μια περίεργη νευρικότητα όμως, είχε μπλοκάρει

την σκέψη του και δεν άφηνε την απογοήτευση να

τον κυριεύσει. Ο Μήτσος μηχανικά, προχώρησε

λίγα βήματα, συγκέντρωσε το φως σε μία από τις

δερμάτινες κατασκευές και βάλθηκε να την εξετάζει

με προσοχή. Το μισό τμήμα ήταν λεπτό, σε σχήμα

ανθρώπινου μπράτσου. Το υπόλοιπο ήταν πολύ

περισσότερο πλατύ, σε σχήμα λεπτού ανθρώπινου

κορμιού. Ολόκληρη η κατασκευή ήταν γεμάτη

καμπύλες. Στο πλαϊνό μέρος υπήρχαν δύο λεπτές

μεταλλικές προσθήκες, με διαστάσεις όμοιες μ' αυτές

του αντίχειρα του ανθρώπου.

Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά μέχρι ο Μήτσος να

ανακαλύψει τα μυστικά της δερμάτινης

κατασκευής. Η αλήθεια αποκαλύφθηκε κάνοντας

κλακ, οι μικρές μεταλλικές κατασκευές άλλαξαν

σχήμα και το δερμάτινο κατασκεύασμα χωρίστηκε

στα δύο. Έκπληκτος ο Μήτσος, αποκόλλησε τα

δύο μέρη και μόλις τότε κατάλαβε πως η δερμάτινη

κατασκευή ήταν ένα είδος θήκης. Στο διαμορφωμένο

με ακρίβεια εσωτερικό, υπήρχε ένα λεπτό φύλλο

από το ίδιο αφράτο και μαλακό υλικό με το

οποίο ήταν κατασκευασμένα και τα γεωμετρικά

σχήματα που κρέμονταν από την οροφή. Κάτω από

το λεπτό αυτό φύλλο, αναπαυόταν μία πανέμορφη

και στολισμένη... εεε... «ύπαρξη» (πώς αλλιώς να

την πει;), σαν εξωπραγματική νύφη που κοιμάται.

Ο Πουλίκας έκθαμβος, ένιωσε ένα ανεξήγητο

δέος να τον πλημμυρίζει. Ο ήλιος δεν διαπερνούσε

το φύλλωμα της ομπρέλας και από την αντανάκλαση

της φωτεινής δέσμης του φακού στον γυαλιστερό

κορμό, χρώματα παιχνίδισαν στο σκοτάδι. Με

προσοχή και τρυφερότητα πήρε στα χέρια του την

λεπτή αυτή «ύπαρξη». Το στενό και λεπτό τμήμα

ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και στην κορυφή

υπήρχε ένα σκαλισμένο σχέδιο, στολισμένο μ' έξι

γυαλιστερά ομοιόμορφα μεταλλικά αντικείμενα. Το

κάτω μέρος (λεπτό και πλατύ σαν τον κορμό του

ανθρώπου), με καμπυλοειδή εξογκώματα και

βαθουλώματα, ήταν κατασκευασμένο από λείο και

γυαλιστερό υλικό, σαν μίγμα από πλαστικό και

μέταλλο. Από το πάνω μέρος του ξύλινου μπράτσου,

από τα μεταλλικά στολίδια, ξεκινούσαν έξι λεπτές

μεταλλικές κλωστές, διέσχιζαν κατά μήκος το

μπράτσο και το μεγαλύτερο μέρος του κορμού και

κατέληγαν σ' ένα λεπτό μεταλλικό έλασμα. Πριν

από το έλασμα και κάτω από τις μεταλλικές

κλωστές, ήταν τοποθετημένοι στην σειρά (χωμένοι

μέσα στον κορμό) δύο μεταλλικοί μηχανισμοί. Στο

δεξί και κάτω τμήμα του κορμού, στην άκρη του

ελάσματος, προεξείχε ένας λεπτός μεταλλικός μοχλός

με πλαστικό κάλυμμα στην άκρη. Στο κάτω και

πίσω μέρος του κορμού υπήρχε ενσωματωμένη, άλλη

μία μικρή μεταλλική συσκευή, ενώ ακριβώς στο

κάτω μέρος προεξείχε μία μικροσκοπική κεραία.

Όλες αυτές οι περίεργες και άγνωστες

συσκευές, που υπήρχαν συγκεντρωμένες στο κρυφό

υπόγειο, δεν έλεγαν τίποτα στον Πουλίκα. Τίποτα

απ' ολ' αυτά δεν έμοιαζε με το μαγικό ραβδί-όπλο

που έψαχνε να βρει. Η ιστορία με τον Λαλιώτη

τελικά, ήταν ένα παραμύθι. Τι βλάκας ήταν που την

πίστεψε...

Έμοιαζε με μύθο, που η άκρη του ήταν χαμένη

στα μακρινά χρόνια. Η ιστορία αρχίζει από τις μέρες

που η αποθρασυμένη ανθρώπινη ράτσα, είχε

κατακυριεύσει και έπνιγε ασφυκτικά ολόκληρη την

υδρόγειο. Τότε που οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν

σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας, ένα πρόβλημα που

όλο και χειροτέρευε, από τη στιγμή που η ανθρωπότητα

έθεσε μια ολοκαίνουρια θαυμαστή επιστήμη

για την έρευνα και μελέτη, αυτής της (πολυπόθητης)

επικοινωνίας. Η ανάπτυξη επικοινωνίας

παρεμποδιζόταν, σε σοβαρό βαθμό, από την ύπαρξη

πολλών και διαφορετικών διαχωρισμών μεταξύ των

ανθρώπων. Υπήρχε διαχωρισμός κατά περιοχή

(κράτη, τα έλεγαν), διαχωρισμός ανάλογος με το

χρώμα, ανάλογος με την πίστη και άλλοι πολλοί

ακόμα διαχωρισμοί. Οι βίαιες συγκρούσεις είχαν

γίνει μόνιμο και συνηθισμένο φαινόμενο, και αυτές

ήταν που κρατούσαν αναμμένη την σπίθα της σύρραξης.

Τελικά η γενική σύρραξη δεν άργησε να γίνει, με

τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για κάθε

μορφή ζωής, αλλά και για το πλανήτη τον ίδιο.

Αυτοί οι ελάχιστοι που επέζησαν, ούτε και αυτοί οι

ίδιοι δεν μπορούν να το εξηγήσουν. Φυσικά το

επίπεδο ζωής ήταν κάτω από το μηδέν και η υπόθεση

επιβίωση ήταν μια απίστευτη περιπέτεια για τον

καθένα. Τότε, στις πρώτες μέρες μετά την

καταστροφή, διάφοροι ραδιοφωνικοί σταθμοί εκπέμπανε

προηχογραφημμένα μηνύματα, με κάθε είδος

περιεχόμενο. Από μια σαδιστική οπτική, αυτά τα

μηνύματα φάνταζαν σαν συλλογή -δείγμα- της τόσο

περίεργης, εγωκεντρικής, ανθρώπινης ματαιοδοξίας.

Κάποιος τότε, άκουσε στο ραδιόφωνο ένα διαφορετικό

σταθμό. Ένα ραδιοφωνικό σταθμό, που μετέδιδε

ένα παράξενο μήνυμα, δυσνόητο και εντελώς

απίστευτο.

Σχεδόν αμέσως όμως, ενεργοποιήθηκαν και τα

αμυντικά συστήματα των ήδη κατεστραμμένων

κρατών, και ιπτάμενες μηχανές εμφανίστηκαν στον

ορίζοντα, για να ολοκληρώσουν την εξολόθρευση της

ζωής και της κίνησης. Οι ετοιμοθάνατοι επιζώντες

έτρεχαν και κρύβονταν, για να γλιτώσουν από την

φονική ακτίνα των ιπτάμενων εξολοθρευτών. Οι

ραδιοφωνικοί πομποί σταμάτησαν να εκπέμπουν, ο

ένας μετά τον άλλο, τιναγμένοι στον αέρα από τη

καταστροφική ακτίνα των ιπτάμενων μηχανών. Οι

άνθρωποι όλο και λιγόστευαν (χτυπημένοι από την

ραδιενέργεια, από τις αρρώστιες, από λιμοκτονία,

από την εξολοθρευτική ακτίνα και από τόσα άλλα

δεινά), αλλά οι ιπτάμενες μηχανές εξακολουθούσαν

να έρχονταν ακριβείς στο ραντεβού τους, με την

ίδια συχνότητα και τις ίδιες διαθέσεις.

Σιγά-σιγά, μετά από χρόνια, οι άνθρωποι βρήκαν

τρόπους να ξεγελούν και να ξεφεύγουν από τους

ιπτάμενους εξολοθρευτές. Αυτοί έθεσαν τις βάσεις

για την ανάσταση και την ανασυγκρότηση της

ανθρώπινης ράτσας. Ο χρόνος επούλωσε το θανάσιμο

τραύμα του πλανήτη και η γη ξανάγινε φιλόξενη

και στοργική για τον άνθρωπο. Μια καινούρια

ανθρώπινη ράτσα ετοιμαζόταν να επιστρέψει, σαν

έκπτωτος άρχοντας, στο κατεστραμμένο του βασίλειο.

Μόνο που γι' άλλη μια φορά, η αυγή της

ιστορίας βρίσκει τον άνθρωπο κρυμμένο στις σπηλιές.

Λες και τότε (την πρώτη φορά) να υπήρχαν ιπτάμενοι

εξολοθρευτές που τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους;

Βέβαια δεν θα λέγονταν Dragons (όνομα

που ήταν γραμμένο στα πλευρά των ιπτάμενων

μηχανών και απ' αυτό πήραν τον τίτλο τους), αλλά θα

είχαν κάποιο άλλο όνομα και θα εκτόξευαν την

φονική τους φλόγα με κάποιο άλλο τρόπο. «Θα 'χε

πλάκα», σκέφτηκε ο Πουλίκας και χαμογέλασε,

καθώς ήρθε στο μυαλό του η εικόνα των τριχωτών

πιθηκάνθρωπων, να τρέχουν πανικόβλητοι για να

προφυλαχτούν από την φονική φλόγα ενός Dragon!

Δεν είναι δυνατόν...

Από τις πρώτες συναθροίσεις και διαβουλεύσεις

των επιζώντων, έψαχναν να βρουν τρόπο για την

αποτελεσματική αντιμετώπιση των ιπτάμενων

εξολοθρευτικών μηχανών. Σε μια απ' αυτές τις

συγκεντρώσεις, παρουσιάστηκε κάποιος από τους

γηραιότερους επιζώντες και υπενθύμισε στους

παρευρισκομένους την περίπτωση «Λαλιώτη». Μόνο άλλοι

δύο επιζώντες θυμήθηκαν την ιστορία, που συνέβη

τις τελευταίες μέρες πριν τη πυρηνική καταστροφή.

Κάποιος Λαλιώτης ήταν υπουργικό μέλος της

κυβέρνησης και είχε παραιτηθεί (λίγους μήνες πριν

τον πυρηνικό όλεθρο), καταγγέλλοντας την πολιτική

αδιαλλαξία, που οδηγεί τις κυβερνήσεις στην

αναπόφευκτη τελική σύγκρουση, από την οποία δεν

θα υπάρξει νικητής και ηττημένος. Αυτός ήταν που

γνωστοποίησε σ' όλους, ότι υπάρχει ένα εξελιγμένο

αμυντικό σύστημα, προγραμματισμένο να εξαπολύσει

μια στρατιά από κατευθυνόμενες φονικές

μηχανές-ρομπότ, οι οποίες θα ολοκλήρωναν το

καταστροφικό πρόγραμμά τους και θα εξαφάνιζαν κάθε

μορφή ζωής πάνω στην γη. Αυτό το «αμυντικό»

σύστημα είχε αποθηκευμένη ενέργεια, που θα του

επέτρεπε να λειτουργήσει για περισσότερα από εκατό

χρόνια. Ο Λαλιώτης δημιούργησε σάλο με τις

αποκαλύψεις αυτές, αλλά δεν μπόρεσε να παρεμποδίσει

το μοιραίο να συμβεί.

Τις πρώτες μετά την καταστροφή μέρες, λειτουργούσε

ένας πομπός με την ονομασία «Ράδιο Λαλιώτης»

και μετέδιδε κάτι μηνύματα πολύ περίεργα,

σχεδόν ακατανόητα. Ακόμα πιο συχνά από τα

μηνύματα όμως, μετέδιδε μια σειρά από αριθμούς, που

έμοιαζαν με συντεταγμένες. Τα νούμερα αυτά, τα

είχε σημειώσει και τα είχε διαφυλάξει ένας θαυμαστής

του Λαλιώτη και μετά από αρκετά χρόνια, τα

παρουσίασε στην συγκέντρωση για να βρουν τι

ακριβώς σημαίνουν. Τότε συνειδητοποίησαν πως

πρόκειται για συντεταγμένες. Στην συνέχεια, οι

γεροντότεροι θυμήθηκαν ότι τα μηνύματα του «Ράδιο

Λαλιώτης» μίλαγαν για κάποιο είδος ραβδίου, κάτι

σαν όπλο, με το οποίο θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν

τις εξολοθρευτικές μηχανές. Αυτές όμως οι

αναμνήσεις των γερόντων, αντιμετωπίστηκαν με

δυσπιστία και συγκαταβατικότητα και σαν ασόβαρες

για ν' ασχοληθούν μ' αυτές. Όσο περνούσε ο

καιρός και όσο οι ιπτάμενες εξολοθρευτικές μηχανές

εξακολουθούσαν να πετούν ανενόχλητες, τόσο

και η ιστορία για το «Ράδιο Λαλιώτης», έβρισκε

οπαδούς και υποστηρικτές, που πρόσθεταν ανύπαρκτες

διαστάσεις και την έσπρωχναν στα όρια του

μύθου.

Ο Πουλίκας δυσκολεύτηκε να βρει μια άκρη και

χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να ανακαλύψει τα

πραγματικά στοιχεία της ιστορίας, δηλαδή τις

συντεταγμένες. Αφού βρήκε τον κατάλληλο χάρτη

και εντόπισε το σημείο, ξεκίνησε το μακρύ και

δύσκολο ταξίδι για την πολυπόθητη τοποθεσία. Η

μέρα ήταν ζεστή και ο ήλιος ψηλά, όταν ο Χαρίλαος,

ο Βρασίδας, ο Λούλης και ο Πουλίκας ξεκίνησαν

χαρούμενοι. Ο Πουλίκας είχε περπατήσει 79 μέρες

και νύχτες, και στο ταξίδι αυτό είδε τους φίλους

του να σκοτώνονται από τις ιπτάμενες δολοφονικές

μηχανές, ο ένας μετά τον άλλο. Και τελικά το

μέρος που γύρευε, το σημείο των συντεταγμένων,

ήταν ο πάτος ενός ξεχασμένου πηγαδιού!

Του φαινόταν αστείο! Ακόμα δεν είχε συνέλθει,

απ' όλα όσα του είχαν συμβεί και απ' όλα όσα είχε

μάθει μέσα σε μία μέρα. Σκαρφαλωμένος στην

κορυφή ενός λόφου, καλυμμένος κάτω από την μολυβένια

ασπίδα-ομπρέλα, κρατούσε στα χέρια του αυτό

το άγνωστο όργανο που βρήκε κρυμμένο στο υπόγειο

καταφύγιο. Δίπλα του είχε τοποθετήσει το

τετράγωνο κουτί-μηχάνημα, που κι αυτό το είχε βρει

στο ίδιο μέρος. Ένα καλώδιο συνέδεε τα δύο αυτά

κατασκευάσματα. Με το αριστερό χέρι κρατούσε

το μπράτσο του οργάνου και το πλατύ σκάφος είχε

φωλιάσει στο ύψος της κοιλιάς του, κάτω από την

μασχάλη, στην αγκαλιά του δεξιού χεριού του. Στην

κορυφή του τετράγωνου μηχανήματος άναβε ένα

κόκκινο φωτάκι. Ο Πουλίκας είχε τοποθετήσει τα

δάχτυλα του αριστερού χεριού στα κατάλληλα

σημεία του μπράτσου και περίμενε, με το δεξί χέρι

έτοιμο να χτυπήσει στο σωστό σημείο. Από την

κορυφή του μπράτσου ξεκινούσαν έξι μεταλλικά

νήματα, τα οποία κατέληγαν σε μία κάθετη μεταλλική

λάμα, στην κοιλιά του καμπυλωτού σκάφους.

Όταν εκεί στο υπόγειο καταφύγιο, η αλήθεια

αποκαλύφθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, ο

Μήτσος ο Πουλίκας περίμενε μια πιο απλοϊκή

ανακάλυψη. Μέσα όμως από τις σελίδες του ημερολογίου

του Λαλιώτη, εμφανίστηκαν μερικές πολύ

παράξενες πτυχές της πραγματικότητας. Με αναπτυγμένο

το αίσθημα της ευθύνης και με την επίγνωση

του τέλους που πλησίαζε, ο Λαλιώτης είχε δοθεί

ολοκληρωτικά στον ιερό του σκοπό, που δεν ήταν

άλλος από την επιβίωση των επιζώντων μετά την

πυρηνική καταστροφή.

Στο ημερολόγιό του έγραφε ότι δοκίμασε τον κάθε

δυνατό τρόπο για να αποτρέψει την τελική

σύρραξη, αλλά δεν τα κατάφερε επειδή είχε να

αντιμετωπίσει ολόκληρες στρατιές από «πολεμοχαρείς

ηλίθιους» (έτσι ακριβώς τους αποκαλούσε). Στο

ημερολόγιο επίσης, υπήρχε κι ένα απόκομμα εφημερίδας,

ένα ρεπορτάζ αφιερωμένο στην ειδική

μουσικοχορευτική τελετή κατά την οποία ο (Ινδιάνικης

καταγωγής) Αμερικάνος πρόεδρος, με τελετουργικό

τρόπο ξέθαψε το «τομαχόουκ του πολέμου», το

τελευταίο και τελειότερο πυρηνικό όπλο, που

ταυτόχρονα με την χρησιμοποίησή του ενεργοποιούνται

και τα υπερσύγχρονα αμυντικά συστήματα.

Ο Λαλιώτης κάποτε ήταν κι αυτός μέλος της

κυβερνητικής τάξης, αλλά δεν άντεξε την φασιστική

διακυβέρνηση, που οδηγούσε στην εξαφάνιση του

ανθρώπινου είδους, φρίκαρε και αποφάσισε να

αλλάξει τρόπο ζωής και σκέψης. Αφιέρωσε λοιπόν

όλες του τις δυνάμεις και όλο τον χρόνο του, για

την δημιουργία συνθηκών επιβίωσης σε όσους θα

κατάφερναν να επιζήσουν από το πυρηνικό

ολοκαύτωμα. Στην αρχή γέμισε διάφορους υπόγειους

χώρους, διάσπαρτους σ' όλη την γη, με τροφές και

διάφορα άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Τα σημεία αυτά

ήταν σημειωμένα πάνω σε χάρτες, σε πολλά

αντίγραφα, που ο Πουλίκας βρήκε σκόρπια στο

υπόγειο καταφύγιο με τα όργανα.

Το σπουδαιότερο όμως κληροδότημα που άφησε

ο Λαλιώτης (σαν όπλο-εφόδιο για τις μελλοντικές

γενιές), ήταν αυτά τα περίεργα αυτά όργανα που

είχε βρει ο Πουλίκας. Σε δύο και μοναδικά μέρη (γιατί

δεν πρόφτασε σε περισσότερα), ο Λαλιώτης

συγκέντρωσε όσο πιο πολλές κιθάρες και ενισχυτές

μπόρεσε. Όλες οι κιθάρες ήταν ίδια μάρκα και ίδιο

μοντέλο (Fender Telecaster), όπως ίδια μάρκα και

ίδιο μοντέλο ήταν και οι ενισχυτές (Marshall των

100 Watt). Αυτά τα όργανα όμως, κάθε άλλο παρά

σαν όπλα επιβίωσης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.

Ο Πουλίκας το κατάλαβε αυτό κι ένιωσε την

απογοήτευση να τον πλημμυρίζει. Ο Λαλιώτης

βέβαια, είχε γράψει στο ημερολόγιο τις σκέψεις του

και έδινε εξηγήσεις για τις «παράξενες» επιλογές

του. Οι εξηγήσεις όμως δεν ήταν παρά σκέψεις και

ιδέες, που ποτέ πριν δεν είχαν εφαρμοστεί στην

πράξη.

Ο Λαλιώτης, απ' ότι έγραφε στο ημερολόγιό του,

είχε επηρεαστεί από κάποιο διήγημα επιστημονικής

φαντασίας, το οποίο είχε γράψει ένας γνωστός

παραμυθατζής με τ' όνομα Άσιμος Αμίλητος. Το

διήγημα αυτό αναφερόταν στην επιβίωση μιας

ομάδας ανθρώπων, μετά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα

κι ενώ στην γη είχαν κυριαρχήσει τα ρομπότ

που εξολόθρευαν κάθε μορφή ζωής. Οι επιζώντες,

σύμφωνα πάντα με το διήγημα του Αμίλητου, είχαν

σαν μοναδικό όπλο για να αντιμετωπίσουν τις

εξολοθρευτικές αυτές μηχανές, τις κιθάρες Fender

Telecaster οδηγημένες από Marshall ενισχυτές των

100 Watt! Ο Λαλιώτης επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό

από το διήγημα αυτό και άρχισε να κάνει έρευνες,

για να διαπιστώσει πόσο αλήθεια μπορεί να

περικλείει μια τέτοια εκδοχή. Ένας παλιός του

φίλος που δούλευε στον σχεδιασμό των αμυντικών

συστημάτων (αλλά τον είχαν απολύσει επειδή ήταν

πρεζάκιας και ομοφυλόφιλος), του εκμυστηρεύτηκε

την υποψία του ότι τα μηχανήματα αυτά αντιδρούν

παράξενα σε μια ορισμένη ηχητική συχνότητα και

στη τονικότητα του La μινόρε. Ακριβώς όπως το

είχε γράψει και ο Άσιμος Αμίλητος, που περιέγραφε

τα ρομπότ να βραχυκυκλώνουν και να παραλύουν

όταν τα χτύπαγε το ηχητικό κύμα του La μινόρε

της Fender! Κατενθουσιασμένος ο Λαλιώτης άρχισε να

συγκεντρώνει ηλεκτρικές κιθάρες Fender, ενισχυτές

Marshall και ηλεκτρικές πηγές-μπαταρίες (φορτιζόμενες

αυτόματα από την γεωδυναμική διαφορά

φάσης), τις οποίες προσάρμοζε στους ενισχυτές για

την παροχή της απαραίτητης ηλεκτρικής ενέργειας

για να λειτουργήσει η συσκευή. Σ' όλα τα καταφύγια

(τόσο σ' αυτά με τα τρόφιμα, όσο και σ' αυτά με

τις κιθάρες και τους ενισχυτές), τοποθέτησε

ραδιοφωνικούς πομπούς, οι οποίοι θα άρχιζαν να

εκπέμπουν αυτόματα μόλις στην επιφάνεια της γης

εμφανιζόταν ραδιενέργεια.

Ο Λαλιώτης είχε φροντίσει για όλα όσα περνούσαν

από τα χέρια του και οι προσπάθειές του ήταν,

αν μη τι άλλο, συγκινητικές. Ο Πουλίκας όμως δεν

μπορούσε να καταλάβει και να συμφωνήσει με την

πίστη του Λαλιώτη, για τις κιθάρες που μπορούν

να «σκοτώσουν» τις δολοφονικές μηχανές. Εκεί

κάτω στο ξεχασμένο πηγάδι-καταφύγιο, ο Πουλίκας

σκέφτηκε τους κινδύνους που είχε περάσει, τα

χιλιόμετρα που είχε διανύσει, τους τρεις πολύτιμους

φίλους (τον Χαρίλαο, τον Βρασίδα και τον Λούλη),

που είχε χάσει μέχρι να φτάσει στην ποθητή

τοποθεσία. Η μέρα ήταν ζεστή και ο ήλιος ψηλά, όταν ο

Πουλίκας αποφάσισε να ξεμυτίσει από το ξεχασμένο

πηγάδι-καταφύγιο. Ζωσμένος με την Caster και

την αυτοσχέδια μολυβένια ομπρέλα του και

κουβαλώντας στην πλάτη του τον θεόβαρο Marshall,

προχώρησε προς τον κοντινό χαμηλό λόφο που δέσποζε

στην ισοπεδωμένη περιοχή. Είχε πάρει την απόφαση

να κάνει μια προσπάθεια, να δοκιμάσει για

την πρακτική εφαρμογή των τόσο παλαβών ιδεών

του Λαλιώτη. Ή μάλλον όχι του Λαλιώτη, αλλά

αυτού του άλλου του μουρλού, του Αμίλητου, που

με τις ασόβαρες αρλούμπες του αποτρέλανε

τελείως τον κακομοίρη τον Λαλιώτη. Ο Πουλίκας

σκέφτηκε με φρίκη πως υπήρχε εποχή, που ο καθένας

μπορούσε να πει και να γράψει οτιδήποτε

γεννούσε το άρρωστο μυαλό του, χωρίς ενδοιασμούς

και χωρίς αίσθηση ευθύνης! Με τέτοια νοοτροπία,

πολύ φυσικό ήταν η ανθρωπότητα να οδηγηθεί

στην καταστροφή. Ακούς εκεί ο ήχος της κιθάρας

να σκοτώνει τα ρομπότ...

Η ιπτάμενη δολοφονική μηχανή εμφανίστηκε

στο βάθος του ορίζοντα, ακολουθώντας την

γνωστή τεθλασμένη και άστατη πορεία της. Το

ανατριχιαστικό βουητό της διαπέρασε τ' ακουστικά

τύμπανα κι έγδαρε τα εγκεφαλικά κύτταρα του

Μήτσου του Πουλίκα.

Στην κορυφή του χαμηλού λόφου ένας άνθρωπος

κρυμμένος κάτω από την ανοικτή μολυβένια

ομπρέλα, με μια κιθάρα στα χέρια κι έναν ενισχυτή

δίπλα του, ετοιμαζόταν να δώσει μια άνιση μάχη, η

οποία περισσότερο έμοιαζε με παράσταση. Ο

Πουλίκας ένιωσε γελοίος αλλά και έτοιμος για το

μεγάλο ρίσκο. Η ιπτάμενη μηχανή πλησίαζε και η

φονική της ακτίνα σάρωνε το έδαφος, προσπαθώντας

να ανακαλύψει και να καταστρέψει οποιαδήποτε

μορφή ζωής συναντούσε στο διάβα της. Ο Πουλίκας

σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του το

ιδρωμένο του μέτωπο κι έριξε μια τελευταία ματιά,

για να σιγουρευτεί πως όλα ήταν στην σωστή τους

θέση. Είχε ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες

του Λαλιώτη και ήταν έτοιμος να «εκτοξεύσει» το

μαγικό ακόρντο. Η τελευταία του σκέψη ήταν, αν

αποτύχει έχει πολλές πιθανότητες να βρεθεί κι

αυτός εκεί που «υπάρχουν» ο Λαλιώτης και ο

εξυπνάκιας ο Αμίλητος. Ααχ, έτσι και τους πετύχει

πουθενά τι έχει να γίνει!...

Η ιπτάμενη συσκευή είχε πλησιάσει πιο κοντά

από τα εκατό μέτρα. Ο Πουλίκας με την αγωνία

ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, χτύπησε με το δεξί

χέρι τις χορδές κι έσυρε (απειροελάχιστα) τα

δάχτυλα τού αριστερού του χεριού πάνω στο μπράτσο

της κιθάρας, κρατώντας σφιχτά το ακόρντο του La

μινόρε. Ο ήχος εκτοξεύτηκε εκκωφαντικός! Χωρίς

να χάσει στιγμή ο Πουλίκας έστρεψε την κιθάρα

προς το μέρος του ενισχυτή, την πλησίασε στο

μεγάφωνο του Marshall και την κούνησε πάνω-κάτω,

αριστερά και δεξιά. Ένα διαπεραστικό σφύριγμα

(μικροφωνισμός) δημιουργήθηκε από την ανάδραση

του ήχου και θωράκισε το La μινόρε, το οποίο

εκτοξεύτηκε στο χώρο. Το ανατριχιαστικό

ακόρντο χτύπησε, με την ισχύ

των 100 Watt, την ιπτάμενη εξολοθρευτική μηχανή

και την αμέσως επόμενη στιγμή, η φονική ακτίνα

τρεμόπαιξε κι έσβησε απότομα. Μια πράσινη

λάμψη άστραψε στο εσωτερικό της μηχανής και το

χαρακτηριστικό βουητό σταμάτησε. Η πορεία

ευθυγραμμίστηκε και η ιπτάμενη μηχανή έγειρε απότομα,

και με μια μεγαλοπρεπή βουτιά συντρίφτηκε

στους πρόποδες του χαμηλού λόφου!

Το στριγκλιστό La μινόρε αντηχούσε ακόμα στο

χώρο. Ο Πουλίκας έκθαμβος, δεν μπορούσε να

πιστέψει όλα όσα διαδραματίστηκαν μόλις πριν από λίγο

μπροστά του. Από τα συντρίμμια της ιπτάμενης

εξολοθρευτικής μηχανής αναδύονταν μικρά

συννεφάκια καπνού. Ο Πουλίκας ακούμπησε την κιθάρα

με προσοχή δίπλα στον ενισχυτή και χάιδεψε με το

αριστερό του χέρι τον σβέρκο του. Χαμογέλασε με

καμάρι. Φαντάστηκε τον εαυτόν του σαν τον

σωτήρα της ανθρωπότητας (τέλος πάντων, αυτών που

έχουν επιζήσει) και σαν τον θεμελιωτή του νέου

οικοδομήματος, που θα χτιστεί από μια νέα γενιά

ανθρώπων. Κι όλα αυτά με μια κιθάρα Fender Telecaster

κι έναν ενισχυτή Marshall των 100 Watt! Απίστευτο!

Ας είναι καλά αυτός ο Λαλιώτης και αυτός ο άλλος

ο παλαβός, ο συγγραφέας, ο ... πώς τον λένε

είπαμε; Ας τον θυμόμαστε και ας ανάβουμε που και

που κανένα κεράκι στην μνήμη του. Ας είναι καλά

εκεί που βρίσκεται ο ... ρε γαμώτο, ξεχνάω συνεχώς

τ' όνομά του. Δεν γαμιέται! Σιγά μη γράψει γι'

αυτόν η ιστορία (αυτό μας έλειπε, να μας κλέψει και

την δόξα κιόλας). Στην ιστορία θα γραφτεί

μόνο το δικό του όνομα, το όνομα του

Μήτσου του Πουλίκα και μάλιστα με χρυσά

γράμματα. Άντε να αφιερωθεί κι ένα συνοπτικό

κεφάλαιο για τον Χαρίλαο, τον Βρασίδα και

τον Λούλη. Μπορεί να γράψω και κανένα τραγούδι

γι' αυτούς και για το ξεχασμένο πηγάδι, σκέφτηκε

ο Πουλίκας καθώς χάιδευε τις χορδές της κιθάρας.

Που το ξέρεις, μπορεί να γίνει και επιτυχία.

Παραμύθα 9 - Συμπάθεια Για Τον Έτσι

Ο Μικ ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα στη ρίζα

του τοίχου, έχοντας στηρίξει τ' ανοικτά του

πόδια με τις πατούσες να κοιτάνε προς το ταβάνι.

Ανάμεσα στ' ανοικτά πόδια του, λαμπύριζε στο

τρεμάμενο φως του κεριού, ένας ασημένιος σταυρός

τοποθετημένος στο τοίχο ανάποδα. Ο Μικ

έστελνε συγκεντρωμένα κύματα από τον καπνό του

τσιγάρου του, τα οποία έσκαγαν με ορμή πάνω στο

σταυρό και θάμπωναν το ασήμι, πριν διαλυθούν και

απορροφηθούν από τον χώρο. Γύρω στο δωμάτιο

βασίλευε η ακαταστασία. Στη μια γωνία, ένα στρώμα

με ξέστρωτα και βρώμικα σεντόνια έπαιζε τον

ρόλο του κρεβατιού. Ένας ενισχυτής ήταν

τοποθετημένος στην άκρη του στρώματος και γέμιζε αυτή

τη μεριά του δωματίου.

Στο πάτωμα ήταν σκορπισμένα άδεια μπουκάλια

από ποτά, λερωμένα χάρτινα πιάτα φαγητού,

τσαλακωμένα πακέτα από τσιγάρα και γραμμένα

χαρτιά (παρτιτούρες και σημειώματα), σκόρπια εδώ κι

εκεί. Ο Μικ ρουφούσε αργές τζούρες από το τζόϊντ

και το απλανές βλέμμα του ήταν συγκεντρωμένο

στον ανάποδο σταυρό. Γι' άλλη μια φορά όμως, η

σκέψη του είχε διαπεράσει το ασημένιο σύμβολο

και προχωρούσε σε κάποιο από τα σκοτεινά

μονοπάτια της απαγορευμένης ζώνης, που τόσο πολύ

τον γοήτευαν και τον συνέπαιρναν το τελευταίο

καιρό.

Στην άκρη του στρώματος καθόταν ο Κηθ, που

μόλις είχε τραβήξει απ' το κουταλάκι στη σύριγγα

το διάλυμα ηρωίνης. Έβγαλε τη ζώνη από το

παντελόνι του, την έκανε θηλιά, την πέρασε στο

αριστερό του χέρι και την έσφιξε στο ύψος του

μπράτσου. Πήρε την ελεύθερη άκρη της ζώνης και

προσεκτικά μη χαλαρώσει η θηλιά, τη τοποθέτησε

κάτω απ' τη πατούσα του, πατώντας γερά και κρατώντας

κόντρα για το σφίξιμο της θηλιάς στο μπράτσο.

Παρ' όλο το σφίξιμο, καμία φλέβα δε ξεπρόβαλε

στο λεπτό και αδύνατο χέρι. Ο Κηθ ψηλάφισε με

τα δάχτυλα του δεξιού χεριού για να βρει κατάλληλο

σημείο. Έτριψε τις φλέβες και τις χτύπησε απαλά,

αλλά αυτές παρέμειναν κρυμμένες κάτω απ'

την επιφάνεια του δέρματος. Ο Κηθ κάρφωσε την

σύριγγα σε διάφορα σημεία, χωρίς όμως να

καταφέρει να βρει φλέβα. Τελικά ανακάλυψε μία φλεβίτσα

στο εσωτερικό μέρος του καρπού (εκεί, ανάμεσα

στα νεύρα και τις αρτηρίες) και άρχισε σιγά-σιγά

ν' αδειάζει το περιεχόμενο της σύριγγας, προσεχτικά

μη σπάσει η φλεβίτσα και σκορπίσει το σταφ.

Μόλις άδειασε το περιεχόμενο της σύριγγας, ο Κηθ

ανακάθισε πιο βαθιά στο στρώμα και ακούμπησε

την πλάτη του στο τοίχο, χαλάρωσε τη θηλιά,

αφαίρεσε την ζώνη και τη πέταξε στην απέναντι γωνιά του

δωματίου. Χωρίς ν' αφαιρέσει την άδεια σύριγγα απ' το

καρπό του, άναψε τσιγάρο και με βαθιές ρουφηξιές

έστειλε στα πνευμόνια του ισχυρές δόσεις νικοτίνης

και πίσσας. Σε λίγο ένιωσε τα βλέφαρά του να

βαραίνουν και την ηρωίνη να κυριαρχεί στο κορμί

και στο μυαλό του. Η σύριγγα ταλαντευόταν

καρφωμένη και παρατημένη στο εσωτερικό μέρος του

καρπού του αριστερού χεριού του. Σκοτεινές και

κολασμένες σκέψεις άρχισαν να ξεπηδάνε από τις

πιο βαθιές πτυχές του μυαλού και της ψυχής του.

Αυτές οι γνωστές μαύρες σκέψεις, που τόσο πολύ

τον γοήτευαν και τον συνέπαιρναν το τελευταίο

καιρό.

Ήταν κάτι σαν λάμψη, που ξεπήδησε από τον

ανάποδο σταυρό και επανέφερε τις σκέψεις του Μικ

πίσω στο μισοσκότεινο μικρό δωμάτιο. Αν και το

βλέμμα του ήταν καρφωμένο τόση ώρα στον

ασημένιο σταυρό, ο Μικ θεώρησε την λάμψη αυτή σα

δημιούργημα της μαστούρας του ή σαν ένα παιχνίδισμα

των σκιών στο φως των κεριών. Το βλέμμα

του, σαν από μόνο του, γύρισε αργά-αργά και

σάρωσε τους τοίχους και το ταβάνι του μικρού

δωματίου. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και αποπνικτική

από τα τσιγάρα και τα Ινδικά στικς, που έκαιγαν

στις τέσσερις γωνίες του δωματίου βγάζοντας

πυκνό αρωματισμένο καπνό. Τα δύο χοντρά κεριά

που έφεγγαν (τοποθετημένα στο πάτωμα, σε βάσεις

από πάτους σπασμένων μπουκαλιών), δεν ήταν ικανά

να στείλουν το φως σ' ολόκληρο τον χώρο του

δωματίου. Στις γωνιές το σκοτάδι παραφύλαγε και

το φως των κεριών δεν έφτανε στα πιο απόμακρα

σημεία. Οι συνωμοτικές σκιές γλίστραγαν πάνω

στους τοίχους και στ' αντικείμενα, σαμποτάροντας

την φωτεινή πραγματικότητα, πριν εμφανιστούν οι

ακτίνες φωτός και εξορίσουν τις σκιές σε κάποια

διπλανή διάσταση (απ' όπου αυτές θα ξαναεισβάλλουν

μόλις βρουν την ευκαιρία κ.ο.κ.).

Στους τοίχους υπήρχε μια παράξενη συλλογή

από μαγικά σύμβολα κι απόκρυφους σχηματισμούς,

που στο τρεμάμενο φως των κεριών έπαιρναν

καινούριες διαστάσεις. Το βλέμμα του Μικ

γλίστρησε ανάμεσα στις σκιές και στα ζωγραφισμένα

σύμβολα της μαγείας, ακολουθώντας ένα πολυδιάστατο

μυστικό μονοπάτι και στέλνοντας στον

εγκέφαλο κωδικοποιημένες εικόνες από μια άλλη

πραγματικότητα. Η πολλαπλή πραγματικότητα,

ήταν μια ιδέα που είχε καλλιεργηθεί επίμονα στο

μυαλό του Μικ και του Κηθ και είχε αναπτυχθεί

επικίνδυνα, σε βάρος τής στέρεης κοινής λογικής

και πραγματικότητας.

Πώς όμως να οριοθετήσεις την πραγματικότητα,

όταν έχεις να κάνεις με ανήσυχα μυαλά σαν κι

αυτά του Μικ και του Κηθ; Από τη στιγμή που το

οργισμένο μουσικό συγκρότημά τους μπήκε στο δρόμο

της επιτυχίας και της καλλιτεχνικής αποδοχής,

από το σημείο εκείνο άρχιζε και η κατάκτηση του

υπαρκτού (σε οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε

αντίτιμο), από ένα ζευγάρι που ανάλογό του

δεν έχει εμφανιστεί στη παγκόσμια μουσική ιστορία!

Για να κατακτήσουν όμως όλες τις διαστάσεις

του υπαρκτού και του εφικτού, ο Μικ κι ο Κηθ

(αρχηγοί και μέλη του συγκροτήματος «Κυλιόμενες

πέτρες»), έπρεπε να κατρακυλήσουν στα απύθμενα

σκοτάδια, να ξεπεράσουν την ρίζα του φόβου, να

συνταιριάσουν τα αντίθετα, ν' αποκαταστήσουν το

κακό και να συζήσουν με το θάνατο. Οι περισσότεροι

συνομήλικοί τους θα ήταν υπερευτυχισμένοι με

την αναγνώριση, την οικονομική επιτυχία και με

τις κατακτήσεις που μπορούσαν να εξαγοράσουν

με το πλούτο και τη δόξα. Ο Μικ κι ο Κηθ όμως

είχαν ξαμοληθεί να κατακτήσουν την χώρα πέρα από

τα όρια του κακού και ν' απολαύσουν τις απαγορευμένες

ηδονές, που φυλάσσονται μέσα σε απόρθητα

κάστρα-ταμπού. Οι δύο αρχηγοί οδηγούσαν τις

Κυλιόμενες πέτρες σε άγνωστες λεωφόρους δόξας και

έκαναν ολοφάνερο το πόσο διαφορετικοί ήταν απ' όλα τ'

άλλα μουσικά συγκροτήματα. Αυτή η διαφοροποίηση

ήταν αιτία να εμφανιστούν οργανωμένες

αντιδράσεις και διώξεις, οι οποίες είχαν σαν βασικό

στόχο τους δύο «κολασμένους» και «διεφθαρμένους»

ηγέτες του συγκροτήματος. Τα μέσα μαζικής

ενημέρωσης λασπολογούσαν σε βάρος τους και

σαμποτάριζαν την μουσική τους. Κάθε σύλλογος

γονέων, κάθε θρησκευτική οργάνωση, κάθε συντηρητική

ομάδα, κάθε νεολαιϊστικη πολιτική οργάνωση

και κάθε υπέρμαχος του κατεστημένου, είχαν

αποδοθεί σ' έναν «ιερό πόλεμο» για να προλάβουν το

κακό και να σώσουν την ανθρωπότητα, απ' αυτές

τις πέτρες που κυλούσαν κι έτριβαν στο διάβα

τους τα σάπια θεμέλια της κοινωνίας.

Ο Κηθ αφαίρεσε την σύριγγα από το χέρι του και

την πέταξε σ' ένα άδειο χάρτινο κουτί από πίτσα,

στην άλλη άκρη του δωματίου. Ξεκρέμασε την

κιθάρα απ' τον τοίχο και την φώλιασε στην αγκαλιά

του, ανάμεσα στα διπλωμένα πόδια και στ' ανοιχτά

χέρια του. Έβγαλε και μια πένα απ' τη τσέπη του

και άρχισε να παίζει αργά και σιγανά. Τα δάχτυλα

του αριστερού χεριού έτρεξαν στο μήκος του

τάστου, ενώ η πένα σφιχτά κρατημένη απ' τα δάχτυλα

του δεξιού χεριού, χτύπαγε με δεξιοτεχνία και

τρυφερότητα τις χορδές. Οι ήχοι που βγήκαν απ'

τον ενισχυτή ήταν ασυνάρτητοι και παραμορφωμένοι,

έτσι ακριβώς όπως τους γούσταρε ο Κηθ.

Μερικά ακόρντα, συμμάζεψαν κάπως τις σκόρπιες

παραμορφωμένες νότες. Τα δάχτυλα ταξίδευαν στα

διαστήματα του τάστου, χωρίς ν' ακολουθούν

γνωστούς μουσικούς δρόμους, καθοδηγημένα από μια

ενστικτώδη και μηχανική παρόρμηση.

Η ηρωίνη είχε απλωθεί σα δίχτυ στο μυαλό και

στη καρδιά του Κηθ, εμποδίζοντας τις σκέψεις να

φτερουγίσουν και τα αισθήματα ν' απελευθερωθούν.

Παίζοντας κιθάρα ασυναίσθητα και μηχανικά,

ο Κηθ ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γεννηθεί

κάποιο μουσικό θέμα, που σαν μαγικό κλειδί θ'

ανοίξει την κρυφή πόρτα, απ' όπου θα ξεχυθούν

δημιουργικές σκέψεις και πλούσια συναισθήματα.

Έτσι ακριβώς όπως είχε συμβεί τόσες φορές στο

παρελθόν. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει το δικό του

ξεχωριστό τρόπο δημιουργίας, ο οποίος συνήθως

εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ο Κηθ λοιπόν,

ήξερε πολύ καλά τι έκανε, άσχετα αν η μυστήρια

μέθοδός του δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική.

Ο Μικ αντίθετα, δεν έκανε τίποτα στη τύχη και

υπολόγιζε το κάθε τι. Μελετούσε με πάθος οτιδήποτε

σχετικό με τον αποκρυφισμό, το μυστήριο,

την μαγεία και τον υπερβατισμό. Από την πρώτη

μέρα που καταπιάστηκε με το ροκ, το έπλασε

χρησιμοποιώντας περίεργες και πρωτότυπες αναλογίες.

Οι μουσικές αλχημείες του γρήγορα έφεραν

αποτελέσματα. Η μουσική μάγευε και γοήτευε τον

κάθε άνθρωπο που άγγιζε, αλλά στον ίδιο επιδρούσε

με πιο περίπλοκο τρόπο. Οι ηλεκτρικοί ήχοι

των οργάνων, δεν ήταν απλά και μόνο εμπνευσμένα

στολίδια στις μουσικές φόρμες των τραγουδιών.

Η εκκωφαντική ένταση που ξεχυνόταν απ' τα

ηχεία, άρπαζε τον Μικ και τον εκτόξευε σ' άγνωστες

διαστάσεις, ασύλληπτες από τον ανθρώπινο νου.

Οι δύο κιθάρες ξέρναγαν εκατοντάδες βατ και ο

περίτεχνος συνδυασμός τους γεννούσε φράσεις-κλειδιά,

οι οποίες άνοιγαν τις πύλες καινούριων

διαστάσεων για τη διερεύνηση της αντίληψης.

Ο Κηθ είχε μυηθεί στη τελετή, που λάμβανε χώρο

πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια ενός ροκ'ν'ρολλ

κονσέρτου, αλλά ο Μπράιαν (ο άλλος κιθαρίστας)

ήταν αμύητος και όμως συμμετείχε σαν πεπειραμένος

κάτοχος του μυστικού! Ο Κηθ οδηγούσε σταθερά

και κράταγε γερά την πορεία, αλλά ο Μπράιαν

ήταν αυτός που με τις εμπνευσμένες επεμβάσεις

διατηρούσε την ισορροπία και μαζί μ' αυτή, κρατούσε

ανοιχτή και την πόρτα της επιστροφής. Δηλαδή,

ενώ η συμμετοχή του ήταν θετική, κάπου η παρουσία

του λειτουργούσε και σαν άγκυρα. Επίσης, η

συμπεριφορά του ήταν επιθετική απέναντι στο Μικ

και στο Κηθ και πάντα απαιτούσε να συμμετέχει

στη χάραξη μουσικής πορείας. Αντιθέτως, ο Τσάρλι

και ο Μπιλ (οι δύο άλλοι μουσικοί του γκρουπ)

είχαν αποδεχτεί τον ρόλο τους, σαν απλά μέλη μιας

ροκ'ν'ρολλ ορχήστρας, δηλαδή αυτό ακριβώς που

ζητούσαν οι δύο αρχηγοί. Η συμβίωση με τον

Μπράιαν γινόταν όλο και πιο δύσκολη, και η

αντίθεση μεταξύ τους είχε πάρει διαστάσεις κρυφού

πολέμου. Βέβαια ο Μικ ήξερε με ακρίβεια και σιγουριά

πιο θα ήταν το τέλος του Μπράιαν, ενώ ο Κηθ

απλώς το υποψιαζόταν.

Ο καυτός αφαιρετικός ρυθμός του Κηθ και οι

ελλειπτικές ονειρικές μελωδίες του άρχισαν να

κυλούν μέσα στο μικρό μισοφωτισμένο δωμάτιο. Ο

ήχος ταξίδεψε μέσα από το μισοσκόταδο σε

παρακείμενες άγνωστες διαστάσεις και αφού χάιδεψε

τα μαγικά σύμβολα στους τοίχους, απορροφήθηκε

από το αναποδογυρισμένο σύμβολο του κοσμικού

καλού. Οι σκιές περιτύλιξαν τον ανάποδο σταυρό,

το φως τρεμόπαιξε και υποχώρησε, και το παγερό

μέταλλο ανάσανε σα να ήταν κάτι το ζωντανό! Μια

λάμψη ξεπετάχτηκε από την καρδιά του ασημιού

και άρπαξε τη διασκορπισμένη σκέψη του Μικ. Ο

παραμορφωμένος ήχος της κιθάρας του Κηθ όρμησε

μέσα απ' τα κανάλια των αισθήσεων (σε μια

γνώριμη διαδρομή) και κατακυρίευσε την αντίληψη

του Μικ. Ο κρυπτογραφικός και οικείος ρυθμός

ήρθε να συντροφεύσει τις σκέψεις στο δύσκολο κι

επικίνδυνο ταξίδι, πέρα απ' τη πραγματικότητα

που περιορίζεται στις τρεις διαστάσεις.

Ο ρυθμός εισχώρησε στο ξαπλωμένο σώμα του

Μικ και άρχισε να το κουνάει ελαφρά στο

τελετουργικό ρυθμό που οδηγεί στην έκσταση. Οι

ζωντανεμένες σκιές αγκάλιαζαν τα μαγικά σύμβολα

στους τοίχους και περιστρέφονταν μαζί στις βόλτες

ενός αδιόρατου σαγηνευτικού χορού. Η μουσική

του Κηθ (δηλαδή ο ήχος της κιθάρας) ήταν η

καρδιά των όλων και χτυπούσε σε αφύσικο ρυθμό. Το

περιβάλλον άρχισε να παίρνει την γνωστή

εξωπραγματική μορφή και η κατάσταση απλωνόταν

στις αναμενόμενες πολυπόθητες διαστάσεις.

Ο Μικ είχε μάθει καλά να μην εναποθέτει ποτέ

τίποτα στη τύχη. Φρόντιζε να ελέγχει και να

επηρεάζει θετικά, ακόμα και τη πιο μικρή και

ασήμαντη λεπτομέρεια που μπορούσε να επιδράσει στη

κατάσταση. Είχε μάθει τα πάντα για τις επιρροές

των άστρων, για τις γόνιμες νύχτες της σελήνης

καθώς και για τους ζωδιακούς κύκλους. Είχε

μελετήσει την αριθμομετρία και ήξερε να χρησιμοποιεί

τη μαγική δύναμη των αριθμών. Μέσα απ' αυτές τις

σπουδές στο υπερφυσικό και στη μαγεία, βρήκε το

μυστικό μονοπάτι που οδηγούσε σ' ένα διαφορετικό

κόσμο (σε κάποια παραδίπλα εφαπτόμενη

διάσταση), όπου η πραγματικότητα απλωνόταν σ'

ευρύτερο πεδίο. Στον κόσμο αυτό ο Μικ προχώρησε

πέρα, απ' την ετοιμόρροπη και κρυμμένη μέσα σε

πυκνή ομίχλη, γέφυρα που ενώνει τη χώρα του

καλού με τη χώρα του κακού.

Η μέρα ήταν η σωστή, η ημερομηνία ήταν η

πολυαναμενόμενη. Ο Μικ είχε χαράξει τις συντεταγμένες

και είχε ακολουθήσει τα σημάδια, με ολάκερη

την πίστη και με φορτισμένο συναίσθημα. Ο

χρόνος κύλησε σαν πέτρα κι έφτασε στην σημερινή

μέρα, την «Μέρα της επικοινωνίας» όπως την

αποκαλούσε ο Μικ. Όλα είχαν γίνει στην εντέλεια.

Ακόμα και η πιο μικρή λεπτομέρεια είχε προσεχτεί.

Μέχρι και μία σταγόνα ανθρώπινο αίμα (απ' τον

σοδομισμό του ερωτικού συντρόφου του αντιπάλου...),

είχε χυθεί στον ασημένιο σταυρό! Ο Μικ

χαμογέλασε, καθώς θυμήθηκε τις χτεσινοβραδινές

δυσκολίες που του δημιούργησε η Μάριαν. Αχ, η

γλυκιά, καταδεχτική Μάριαν.

Η μουσική του Κηθ εισχωρούσε βίαιη στ' αυτιά

του Μικ. Στροβιλίστηκε σα τυφώνας μέσα του και

του ανακάτεψε τα σωθικά. Οι μνήμες αναταράχτηκαν,

ζωντάνεψαν και ξεπήδησαν απ' τις ρωγμές της

λήθης. Το βάρος της γνώσης και η δύναμη απ' τις

μνήμες αυτές, φόβισαν για μια στιγμή τον Μικ. Η

μουσική του Κηθ όμως κρατούσε τα λουριά της

θέλησης και ήταν το ασφαλές μέσον, που οδηγούσε

τον Μικ στα δύσβατα μονοπάτια του ανεξερεύνητου

σκοτεινού κόσμου. Η μουσική είχε κυριέψει

πλήρως το κορμί και την σκέψη του Μικ. Οι

παλμοί του κορμιού συγχρονίστηκαν με τους παλμούς

της σκέψης και οι δύο μαζί συναρμονίστηκαν με τα

κύματα του ήχου. Η μουσική του Κηθ έσπρωχνε

την σκέψη του Μικ, η σκέψη του Μικ οδηγούσε

την μουσική του Κηθ.

Η καταλυτική συνταύτιση των δύο αυτών

ατόμων, ήταν το μυστικό όπλο και ο συνδυασμός που

ενεργοποιούσε ακόμα και τις πιο απόκρυφες πτυχές

της δημιουργικότητας. Η μοναδικότητα αυτής της

συνεργασίας και η απόλυτη συνταύτιση, έχει αρκετές

φορές προβληματίσει τον Μικ, σχετικά με το

κατά πόσο σχετικός (μ' αυτά τα παράξενα

διαδραματιζόμενα και τα τρομακτικά προβλεπόμενα)

είναι ο Κηθ. Ποτέ όμως δεν συζήτησε ανοιχτά μαζί

του και ποτέ δεν ζήτησε εξηγήσεις για οτιδήποτε.

Από την άλλη μεριά, ο Κηθ κρατούσε την ίδια

χωρίς πολλά λόγια στάση και ακολουθούσε

συγκαταβατικά τις ιδέες του Μικ. Ήταν ολοφάνερο ότι

τα δύο αυτά άτομα είχαν τόσο πολύπλοκους

δεσμούς, που η συνεργασία τους ήταν (από την πρώτη

στιγμή) προορισμένη να γράψει ιστορία!

Από τα χείλη του Μικ ξεχύθηκαν παράξενες

λέξεις, ασυνάρτητες σαν προτάσεις αλλά τέλεια

τοποθετημένες μέσα στον ρυθμό που έπαιζε ο Κηθ.

Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος με την πλάτη στο

πάτωμα και τα πόδια στο τοίχο, ο Μικ άπλωσε το

δεξί του χέρι και πήρε το μικρόφωνο, το οποίο ήταν

συνδεδεμένο στον ίδιο ενισχυτή με την κιθάρα του

Κηθ. Ο ζωντανός ρυθμός παλλόταν στο περιορισμένο

χώρο του μικρού δωματίου και ο αιχμηρός ήχος

ήταν ένα σπάνιο κράμα, που περιείχε όλα όσα

υπήρχαν και συνέβαιναν μέσα και γύρω τους. Οι

λέξεις αναμίχτηκαν με τον ήχο της κιθάρας και ο

ενισχυτής μετατράπηκε σε μια ξεχωριστή οντότητα,

που δεν υπάκουε στους γνωστούς φυσικούς

νόμους. Στα σπλάχνα του ενισχυτή το υπερφυσικό

μαγείρευε τα ηλεκτρικά σήματα που εισχωρούσαν

και έδινε στον ενισχυτή τη δική του ξεχωριστή

φωνή. Ο ανάποδος ασημένιος σταυρός έλαμψε ξανά,

εκπέμποντας στο χώρο την παρουσία του. Ολόκληρη

η ηχητική φόρτιση καταλάγιασε και υποκλίθηκε,

καθώς απ' τον ενισχυτή ξεχύθηκε μια βαθιά κι

απόκοσμη φωνή.

Είμαι άτομο της απόλαυσης και της καλοπέρασης....

Ο Κηθ έπαιζε κιθάρα με κλειστά μάτια και

δεν έδειξε να πρόσεξε αυτό που ακούστηκε. Ο Μικ

ταραγμένος ψέλλισε. «Χάρηκα για τη γνωριμία»,

πριν η βαθιά φωνή συνεχίσει, «Σ' όλες τις μεγάλες

καταστροφές εκεί τριγύρω Ήμουν...». Οι σκιές στο

δωμάτιο θαρρείς και είχαν αφηνιάσει και προσπαθούσαν

να καταβροχθίσουν το φοβισμένο και τρεμάμενο

φως των κεριών. Τα μαγικά σύμβολα στους

τοίχους είχαν ζωντανέψει και κινούσαν τα νήματα

της πραγματικότητας. «Ελπίζω να μάντεψες τ' όνομά

Μου» συνέχισε, με κάποια ειρωνική χροιά, η

βαθιά απόκοσμη φωνή. Ο τρόμος είχε μπλοκάρει τις

φωνητικές χορδές του Μικ και δε μπορούσε ν'

αρθρώσει λέξη. Ο Κηθ εξακολουθούσε ατάραχος να

κρατάει τον ρυθμό και να χτίζει τις ελλειπτικές

μελωδίες με τη κιθάρα του. «Κυνηγημένος Είμαι και

λίγη συμπάθεια ζητάω» ακούστηκε, στον ίδιο

ειρωνικό τόνο, η φωνή που ξεχυνόταν από τον ενισχυτή.

Οι συχνότητες συγκρούστηκαν κι ένα

ανατριχιαστικό σφύριγμα απλώθηκε σ' όλες τις διαστάσεις

και τις γεφύρωσε, τις ένωσε σε μία. Ο Μικ έκανε

με τα δάχτυλα το σήμα αναγνώρισης και χαιρετισμού

και αναρωτήθηκε φωναχτά, «Αυτό που δεν

καταλαβαίνω είναι το περιεχόμενο του παιχνιδιού

Σου». Η μυστηριώδη φωνή σοβαρεύτηκε και αγρίεψε.

Αν δηλώσεις υποταγή, θα πραγματοποιηθούν

όλες οι επιθυμίες σου!».

Η ψιλότερη χορδή (η Μι καντίνι) κόπηκε απότομα!

Διέγραψε μια σπειροειδή τροχιά, τραυματίζοντας

το δεξιό αντίχειρα του Κηθ και τινάχτηκε

προς το απλωμένο χέρι του Μικ, χαρακώνοντας

την σφιχτή γροθιά που κρατούσε το μικρόφωνο. Το

αίμα του Κηθ και του Μικ κύλησε στο πάτωμα, ενώ

η σπασμένη χορδή ταλαντευόταν, σα να καμάρωνε

για την επίτευξη κάποιας σημαντικής αποστολής.

Μόνο μια σατανική σύμπτωση θα μπορούσε να

εκτινάξει την σπασμένη χορδή προς το τοίχο και η

ματωμένη άκρη της ν' αφήσει πίσω της την

καρικατούρα μιας δυσανάγνωστης υπογραφής. Ακόμα πιο

σατανική σύμπτωση θα ήταν όμως, να έχουν

κάποια κοινή σχέση όλ' αυτά! Σύμπτωση όμως είναι η

εφησυχαστική (και φυσικά λανθασμένη) εξήγηση

που δίνει ο άνθρωπος, όταν καλείται ν' απαντήσει

στο γνωστό φαινόμενο της «επαναληπτικής περιοδικότητας».

Ο άνθρωπος αποδέχεται μόνο τα γεγονότα που

πραγματώνονται ακολουθώντας τους γνωστούς

και συμβατούς κανόνες του περιορισμένου

τρισδιάστατου κόσμου. Ο Μικ, σαν πεπειραμένος ταξιδιώτης

των διαστάσεων, είχε εξοικειωθεί μ' αυτή την

λεγόμενη «σύμπτωση» και είχε μάθει να την

προβλέπει και να την ελέγχει. Γι' αυτό και δε του

έκανε ιδιαίτερη εντύπωση μόλις αντίκρισε την

υπογραφή του (μπερδεμένη μ' αυτή του Κηθ και με δύο

μαγικά σύμβολα του κακού, στην αρχή και στο

τέλος), γραμμένη με αίμα στο τοίχο.

Τα πόδια του Μικ σύρθηκαν στο τοίχο,

παρασύροντας μαζί τους και το κορμί, διαγράφοντας ένα

τόξο 90 μοιρών. Ακουμπισμένος στα πλευρά και

διπλωμένος στα δύο, σάρωσε με τα μάτια του το

πάτωμα κι ένιωσε την παγωμένη του επιφάνεια

κολλημένη στα ξαναμμένα του μάγουλα. Τέντωσε το

κορμί του σ' ευθεία γραμμή με τα πόδια του και

μετά ξαναδιπλώθηκε στα δύο, ακολουθώντας αυτή

τη φορά αντίστροφη πορεία και βρέθηκε καθισμένος

στο πάτωμα, με την πλάτη του στηριγμένη στο

τοίχο. Ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι του, ο ανάποδος

ασημένιος σταυρός έστειλε τη τελευταία του

αναλαμπή, σαν επιθανάτιος ρόγχος, να συνοδεύσει

τις μυστηριώδεις σκιές που γλίστρησαν και χάθηκαν

μέσα στο ρήγμα των διαστάσεων. Οι φλόγες

των κεριών αναθάρρεψαν και το φως ξαπόστειλε

τις σκιές, που σαν φίδια σύρθηκαν στον κόσμο του

σκότους, ακολουθώντας τον αφέντη τους απ' τον

οποίο έπαιρναν ζωή και κίνηση.

Η μουσική είχε σταματήσει κι ο μοναδικός ήχος

που είχε απομείνει ήταν το βουητό του ενισχυτή. Ο

Μικ πήρε μια βαθιά ανάσα, τροφοδοτώντας με

οξυγόνο τον εγκέφαλό του, προσπαθώντας να

επανακτήσει τον έλεγχο της συνείδησης και την

ψυχραιμία του. Ο Κηθ καθόταν στην ίδια πάντα θέση με το

κεφάλι ακουμπισμένο στα σταυρωμένα χέρια του,

τα οποία στηρίζονταν στα γόνατα των διπλωμένων

ποδιών του. Πλάι του παρατημένη η κιθάρα, με

την σπασμένη χορδή να σπαρταράει ακόμα!

Η ματιά του Μικ διασταυρώθηκε με το βλέμμα

του Κηθ και με το γεμάτο σημασία χαμόγελό του.

Το γνώριμο βλέμμα και το πονηρό μειδίαμα του

κιθαρίστα, ανακούφισαν τον Μικ κι επανέφεραν την

αυτοπεποίθηση στο ταραγμένο ψυχικό του κόσμο.

«Τι έγινε μάγκα, αναστατωθήκαμε;» τον

πείραξε ο Κηθ. Ο Μικ χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι

του, δίπλωσε τα πόδια του, στήριξε την πλάτη του

στο τοίχο και ανασηκώθηκε. Χτύπησε τις παλάμες

του κι άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του Κηθ με

χορευτικά βήματα, σφυρίζοντας τον ρυθμό και

κάνοντας φιγούρες με τα χέρια του. Το χαμόγελο

απλώθηκε στο πρόσωπο του Κηθ, που σηκώθηκε

όρθιος και προχώρησε προς το μέρος του Μικ,

χορεύοντας και κάνοντας τα χέρια του σα να παίζει

κιθάρα. Με τις φωνές τους μιμήθηκαν ήχους μουσικών

οργάνων και με χέρια και πόδια κρατούσαν

τον ρυθμό, πριν ξεσπάσουν σε τρανταχτά γέλια και

βρεθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Μόλις καταλάγιασαν τα γέλια, στηρίχτηκε ο

ένας στον ώμο του άλλου και όρθωσαν τα κορμιά

τους. Σοβαρεύτηκαν και κοιτάχτηκαν στα μάτια.

Μου φαίνεται πως κάτι καταφέραμε αυτή τη

φορά» είπε ο Μικ. «Γαμώ τα κομμάτια», συμφώνησε ο

Κηθ κι αμέσως αναρωτήθηκε πως θα τ' ονομάσουν.

Συμπάθεια για το Διάβολο!, απάντησε

χωρίς καθόλου σκέψη ο Μικ. Οι δύο συνεργάτες

κοιτάχτηκαν στα μάτια και αμέσως ξέσπασαν σε

καινούρια γέλια... Ο ανοιχτός ενισχυτής άρπαξε τα γέλια,

οι συχνότητες συντονίστηκαν στον ίδιο παλμό και το

σήμα εκτοξεύτηκε στις σκοτεινές διαστάσεις

(ακολουθώντας το μονοπάτι των σκιών), και ενώθηκε μ'

ένα άλλο τρανταχτό γέλιο, που ξεπηδούσε απ' το

βασίλειο των κολασμένων. Ο ανάποδος ασημένιος

σταυρός, σα να συντονίστηκε απ' τα γέλια,

διαπεράστηκε από ένα ελαφρύ τρέμουλο. Έξω απ' το

μικρό δωμάτιο, τα γέλια έμοιαζαν με σπαραγμούς και

ουρλιαχτά, αλλά δεν υπήρχε κανένας να τ' ακούσει.

Συχνά-πυκνά ο τρόμος ξεπρόβαλε από τον

λαβύρινθο της σκληραγωγημένης ψυχής του Μικ.

Αυτό συνήθως συνέβαινε όταν αναλογιζόταν τις

ευθύνες και τις συνέπειες των πράξεών του. Φυσικά το

περιεχόμενο του τρόμου αυτού ήταν πέρα απ' τις

γνωστές διαστάσεις, όπως πέρα απ' τις γνωστές

διαστάσεις ήταν και οι πράξεις του. Αφού λοιπόν

οι δραστηριότητές του λάμβαναν χώρο πέρα από

τα συμβατά όρια, μοιραία και το αντίτιμο θα έπρεπε

ν' αναζητηθεί πέρα από τις γνωστές και συνηθισμένες

αξίες. Αρκετές δραστηριότητες θα μπορούσαν

να χαρακτηριστούν εγκληματικές και αντιανθρώπινες,

και ο Μικ ήταν σίγουρος ότι και η πληρωμή

θα ήταν αντίστοιχη. Γι' αυτό και ο τρόμος,

όταν ξεπρόβαλε, έμοιαζε με γνώριμο εφιάλτη ανείπωτης

φρίκης. Ήταν όμως ο Κηθ αυτός που κονταροχτυπιόταν

με τα τερατουργήματα των τύψεων, αυτός που

κατατρόπωνε τους ενδοιασμούς, αυτός που όρθωνε

το παράστημά του και συγκρατούσε τον Μικ σε

κάθε παραπάτημα. Σε κάθε στιγμή ολιγωρίας, ήταν

ο Κηθ αυτός που τον χτυπούσε φιλικά στον ώμο και

του έγνεφε με την χαρακτηριστική κίνηση του

κεφαλιού, που σήμαινε ότι όλα είναι εντάξει. Ο Κηθ,

που μιλούσε με τα μάτια και συμμετείχε με την

μουσική. Ο Κηθ, που πάντα ήταν εκεί!

Οι κριτικοί και οι ιστορικοί του ροκ θα τους

χαρακτήριζαν, σα το σπουδαιότερο ζευγάρι της

μουσικής. Τα τραγούδια τους, θα οριοθετούσαν την

πορεία της ροκ μουσικής. Η παρουσία τους, θα

καταδυνάστευε ολόκληρο το καλλιτεχνικό κίνημα

του εικοστού αιώνα. Το μουσικό τους δημιούργημα,

θ' αποτελούσε την βίβλο της σύγχρονης τέχνης.

Η προσωπικότητά τους, θα επισκίαζε την κάθε

παρουσία που θα εμφανιζόταν στο μουσικό ορίζοντα.

Το έργο τους, θ' αποτελούσε το αέναο σημείο

αναφοράς. Ο χρόνος δε θα μπορούσε ν' αγγίξει ούτε

αυτούς, ούτε τα τραγούδια τους. Το μυστικό της

επιτυχίας τους όμως, θα ήταν αιώνια δεμένο με τον

αναποδογυρισμένο σταυρό. Η συμφωνία ήταν

υπογραμμένη με το αίμα τους! Η ψυχή τους θα έμενε

αιώνια φυλακισμένη σ' αυτό το μισοσκότεινο

δωμάτιο, όπου οι σκιές έσερναν το κολασμένο χορό

τους και υμνούσαν τον βασιλιά του Σκότους!

Ο Κηθ χτύπησε τον Μικ φιλικά στον ώμο και του

χαμογέλασε, δίνοντάς του κουράγιο και δύναμη.

Μαζί θα προχωρήσουμε!, του ψιθύρισε στ' αυτί

και του έκλεισε το μάτι με σημασία.

Τις επόμενες μέρες το συγκρότημα προετοίμαζε

τον καινούριο του δίσκο. Ο Μικ καθόταν και

διόρθωνε μερικούς από τους τελευταίους στίχους που

είχε γράψει. Ήταν γεγονός ότι οι στίχοι των

τελευταίων τραγουδιών τους δεν ήταν τόσο σαφείς και

ευκολονόητοι, αλλά αυτό δεν έδειχνε να επηρεάζει

αρνητικά τις ορδές των φανατικών οπαδών-αγοραστών.

Βέβαια ήταν και οι μέρες παράξενες, κάθε

καινούριο έβρισκε ανταπόκριση και η νεολαία

(μέσα από τ' απελευθερωτικά κινήματα), διεκδικούσε

τα δικαιώματά της στη ζωή και ταυτόχρονα έκανε

επίδειξη ανεξαρτησίας. Οι νέοι αυτοί ήταν μια

καινούρια τεράστια καταναλωτική κοινωνική δύναμη,

η οποία επέβαλε διαφορετικούς κανόνες

συμπεριφοράς και η φωνή της απέκτησε κύρος και

περιεχόμενο. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, του 60

το ροκ'ν'ρολλ έγινε η φόρμουλα που ένωσε τους

νέους και (σαν τέχνη), η μουσική που αντιπροσώπευε

πλήρως τον άνεμο της αλλαγής και της

επανάστασης.

Το ροκ'ν'ρολλ ήταν για τους νέους η κρυφή

συνωμοσία, για την υπονόμευση και άλωση του

κατεστημένου και οι «Κυλιόμενες Πέτρες» ήταν το

συγκρότημα ιεροκήρυκας της πίστης τους.

Ήταν τα ψυχεδελικά ναρκωτικά και η σεξουαλική

επανάσταση, που απελευθέρωσαν την ψυχή και

την σκέψη, αλλά ήταν και η τερατώδη ανάπτυξη

του κρατικού μηχανισμού ελέγχου και καταστολής,

που άπλωνε τον ιστό για την παγίδευση των διαβάσεων

προς την αλήθεια. Μ' αυτά και μ' αυτά,

μοιραία είχε μετατοπιστεί και η ισορροπία μεταξύ του

καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου,

του φυσιολογικού και του αφύσικου. Το μοντέρνο

καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Οι

καιροί ήταν παράξενοι και κάτι τέτοιες παράξενες

μέρες διαλέγει και ο Σατανάς για να επισκεφθεί

την ανθρωπότητα. Κι απ' ότι φαίνεται, σε αντίθεση

μ' αυτά που γράφουν οι Άγιες Γραφές, ο Άρχοντας

του Κακού είναι ιδιαίτερα γοητευτικός και

συμπαθής σε μερικούς.

Συμπάθεια για το Διάβολο ονόμασαν το

τραγούδι τους ο Μικ κι ο Κηθ, και το τραγούδι αυτό θα

γινόταν παγκόσμια επιτυχία και εκατομμύρια νέοι

θα σιγοτραγούδαγαν τον κρυπτογραφημένο ύμνο

του Κακού. Θα έκαναν την γνωριμία τους με τον

Άρχοντα του Σκότους και θα δήλωναν υποταγή,

ψελλίζοντας αμήχανα, «χάρηκα για τη γνωριμία».

Ο Μπράιαν συμμετείχε στην ηχογράφηση του

τραγουδιού, χωρίς να γνωρίζει το ακριβές

περιεχόμενο των στίχων και το παίξιμό του, ήταν γι' άλλη

μια φορά εκπληκτικό. Όταν όμως ο Μπράιαν άκουσε

τους πραγματικούς στίχους, ξέσπασε ένας

πρωτοφανής καυγάς και χρειάστηκε να επέμβουν τ'

άλλα μέλη του γκρουπ για να συγκρατήσουν τον

μαινόμενο ξανθό κιθαρίστα, που είχε αρπάξει τον Μικ

απ' το λαιμό και προσπαθούσε να τον πνίξει! Η

κατάσταση είχε οδηγηθεί στ' άκρα και η συνύπαρξη,

του Μπράιαν και του Μικ στο ίδιο συγκρότημα,

ήταν πια αδύνατη, γι' αυτό κι ο πρώτος διαχώρισε

τη θέση του και δήλωσε ότι στη πρώτη ευκαιρία θα

εγκατέλειπε το συγκρότημα. Ο Μπράιαν δεν ήξερε

τίποτα για το μικρό μισοσκότεινο δωμάτιο, για τα

μαγικά σύμβολα, τους ανάποδους σταυρούς, τις

τελετές στο Σατανά και την συμφωνία με το Διάβολο,

αλλά ήταν σίγουρος για τον αντίθετο δρόμο

που είχαν πάρει ο Μικ και ο Κηθ. Η ισορροπία στο

συγκρότημα είχε μετατοπιστεί.

Η προκλητική λειτουργία του συγκροτήματος,

είχε ξεσηκώσει κύματα διαμαρτυριών από κάθε

κατεύθυνση. Οι εφημερίδες τους κατηγορούσαν γι'

ανήθικη και αντιπαιδαγωγική δημαγωγία. Οι

σύλλογοι των γονέων τους αντιμετώπιζαν σαν διαφθορείς

των παιδιών τους. Οι Χριστιανικές οργανώσεις

και η εκκλησία τους θεωρούσαν υπηρέτες του

Σατανά και σαν βασικούς υπεύθυνους για την

εκτροπή της νεολαίας από το δρόμο του Θεού. Η

αστυνομία έκανε συχνές εφόδους στα σπίτια και

στα στέκια τους και κάθε τόσο τους συλλάμβανε

για κατοχή και χρήση ναρκωτικών. Η επιτυχία του

συγκροτήματος όμως ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο

πανίσχυρος μηχανισμός των show business τους

παρείχε ένα απαραβίαστο είδος ασυλίας και η μεγάλη

οικονομική τους επιφάνεια τους επέτρεπε να

πληρώνουν την οποιαδήποτε εγγύηση, να υπερασπίζονται

από τους καλύτερους δικηγόρους, να

εξαγοράζουν την κάθε ποινή-καταδίκη και να κυκλοφορούν

ελεύθεροι λίγες ώρες μετά την κάθε σύλληψή

τους! Μπορεί για το κοινωνικό κατεστημένο να

ήταν τα κακά παιδιά, αλλά για την μουσική βιομηχανία

ήταν κάτι σα την κότα με τα χρυσά αυγά!

Η τελευταία χρονιά της δεκαετίας του 60 κορύφωσε

τα γεγονότα, αλλά ταυτόχρονα και τ' αποδυνάμωσε.

Οι μηχανισμοί ελέγχου και καταστολής

του συστήματος, εφάρμοζαν την πολύ αποτελεσματική

τακτική: «ότι δεν μπορούμε να καταστείλουμε,

το μετατρέπουμε σε μόδα και το αφομοιώνουμε».

Την χρονιά αυτή φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια

υποχώρησης των κινημάτων της νεολαίας, όχι

όμως και της μουσικής παραγωγής. Ο Μικ κι ο Κηθ

περίμεναν πως και πως την χρονιά αυτή για να

ολοκληρώσουν την συμφωνία που είχαν κάνει τον

προηγούμενο χρόνο. Το έτος που το άθροισμα των

αριθμών του θα έδινε το 7, τον έβδομο μήνα αυτού

του έτους, τη νύχτα που θ' άρχιζε το άδειασμα της

σελήνης, ο Μικ κι ο Κηθ έπρεπε να εκτελέσουν το

τελευταίο όρο του μυστικού συμβολαίου. Αυτό που

είχαν υπογράψει με το αίμα τους, στο μικρό σκοτεινό

δωμάτιο που οι σκιές έστηναν τον κολασμένο

τους χορό στα πόδια του σκοτεινού τους άρχοντα.

Η 3η Ιουλίου είναι σημαδιακή ημερομηνία, για

όσους ξέρουν να διαβάζουν τους αριθμούς στη

μαγική αριθμητική ακολουθία της ζωής και του θανάτου.

Οι μυημένοι ίσως γνωρίζουν και για την

πόρτα-πέρασμα που υπάρχει σ' αυτή την ημερομηνία.

Ο Μπράιαν βρέθηκε πνιγμένος στην πισίνα του

σπιτιού του και στη τοξικολογική εξέταση

βρέθηκαν ναρκωτικά (ηρωίνη και μαριχουάνα) στα

σπλάχνα του. Η αστυνομία έκανε μια τυπική έρευνα και

βιάστηκε να κλείσει τον φάκελο, με τον χαρακτηρισμό

θάνατος από υπερβολική δόση ηρωίνης.

Εκατομμύρια θαυμαστές του τον θρήνησαν, αλλά και

ορισμένοι χάρηκαν για το θάνατό του.

Το πρώην συγκρότημά του τον τίμησε με μια

μεγάλη συναυλία (μ' ελεύθερη είσοδο), στην οποία ο

Μικ διάβασε απόσπασμα από ένα ποίημα του Ρεμπώ,

σαν επικήδειο. Κανένας δεν μπορούσε να

φανταστεί ότι ο θάνατος του Μπράιαν ήταν

προσχεδιασμένος ένα χρόνο πριν και γραμμένος στο

συμβόλαιο που υπόγραψαν με το αίμα τους ο Μικ και ο

Κηθ. Κανένας δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να

φανταστεί ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ίσως κάποιοι

ερευνητές της αριθμομετρίας της ζωής και του

θανάτου, ανακαλύψουν ότι ο θάνατος του Μπράιαν δεν

ήταν καθόλου τυχαίος. Αυτό όμως δεν σημαίνει και

πολλά πράγματα, έτσι δεν είναι;

Στο κονσέρτο στο Χάϊντ Παρκ, προς τιμή του

πεθαμένου Μπράιαν, ο Μικ ήταν χλωμός κι

αναστατωμένος και ο Κηθ δεν μπορούσε να

συγκεντρωθεί στο παίξιμό του. Όλοι όμως παραδέχτηκαν

ότι η εκτέλεση του τραγουδιού «Συμπάθεια για το

Διάβολο» ήταν εκπληκτική! Είχε αρχίσει να

σουρουπώνει όταν τα πρώτα ακόρντα του τραγουδιού

ξεχύθηκαν από τα μεγάφωνα και όλο το ακροατήριο

ανατρίχιασε όταν, ταυτόχρονα με τον ηλεκτρικό

ήχο, ένα παγερό ρεύμα αέρα τους σάρωσε.

Παραδίπλα ένας ρακένδυτος νεαρός (30-35 ετών)

έκανε κήρυγμα, φωνάζοντας δυνατά για ν'

ακουστεί πάνω από τον ήχο της μουσικής. Το

ακροατήριό του ήταν πέντε-έξι αργόσχολοι και μερικοί

μεθυσμένοι, που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να

κάνουν και δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι πρόσεχαν

τα λόγια του. Στο Χάϊντ Παρκ αποτελεί παράδοση

να αγορεύει όποιος επιθυμεί κι όλο και κάποιοι θα

βρεθούν ν' αποτελέσουν το ακροατήριό του. Δηλαδή

ο καθένας βρίσκει κοινό για να ρητορεύσει και

να πει την αρλούμπα του ή την εξυπνάδα του, την

βλακεία του ή την σοφία του. Όπως αυτός ο

κουρελής νεαρός που φώναζε: «ο Σατανάς βρήκε την

ευκαιρία και τρύπωσε στο ροκ'ν'ρολλ! Οι ηλεκτρικές

κιθάρες τον απελευθέρωσαν και τον στέλνουν

μέσα από τ' αυτιά μας, ν' αλώσει τις ψυχές μας!

Πολεμώντας το ροκ, είναι σα να πολεμάτε τον ίδιο

τον Σατανά! Μη δώστε την ευκαιρία στον Εξαποδώ

να γκρεμίσει την πίστη μας στο καλό. Στ' όνομα

του Χριστού και Σωτήρα μας, στη καλοσύνη

του Θεού μας, εξορκίστε το δαίμονα και εξαγνίστε

την μουσική. Σβήστε τον αμαρτωλό ρυθμό και με

τον σταυρό πολεμήστε τον Σατανά! Δείτε εμένα

που...»

Ο Μικ μπέρδεψε τα λόγια του τραγουδιού, αλλά

αυτό έκανε ακόμα πιο συναρπαστική την εκτέλεση

του «Συμπάθεια για το Διάβολο». Πραγματικά,

αυτή η εκτέλεση θα μείνει αξεπέραστη!...