Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Παραμύθα 6 - Η Κιβωτός

Ο Κίτσος ήταν πολύ φίνο παιδί. Χρόνια πολλά

μέσα στην πιάτσα και κανείς δεν είχε να πει

κακό λόγο. Δεν άφηνε όμως και κανέναν ο Κίτσος

να πει βρώμικα λόγια για την πάρτη του, κι έτσι

κάτι ψευτόμαγκες (που μαγκίζουν σε στυλ «κοιτάξτε

μας γειτόνισσες, ψαράκια τηγανίζουμε»)

τουμπεκιάζονταν και δεν έβγαζαν άχνα. Το Κίτσος

ήταν πιο μάγκικο και πιο αντρικό παρατσούκλι

του Χρίστος και του το έδωσαν οι μεγαλύτεροι μάγκες,

όταν 16χρονο τον υιοθέτησαν και του έδειξαν τα

κατατόπια και τα κόζια. Στα είκοσί του, ο

Κίτσος είχε βγάλει όνομα στην πιάτσα και ήταν

πρώτος σ' όλα.

Η Μπέμπα, η ωραιότερη γκόμενα της αγοράς,

είχε διαλέξει τον Κίτσο και κάθε πρωί του ακούμπαγε

πάκο τα χιλιάρικα και οι άλλοι μάγκες τον

ζήλευαν για το «χρυσωρυχείο», αλλά δεν είχαν και

τα προσόντα να του πάρουν την Μπέμπα, είτε με

το καλό είτε με το άγριο. Στα νταραβέρια του ο

Κίτσος πάντα ήταν πρώτη άκρη, με πολλές γραμμές

παραμύθα και κιλά μαύρο στα χέρια του και

πάντα έκανε μπερκέτι εξηγήσεις, χώρια τα κεράσματα.

Ήταν όμως και σαλταδόρος πρώτος κι έκανε καλές

δουλειές, με γερή μπάζα. Ακόμα ήταν

και διαπρεπής πορτοφολάς και στο κάθε στήσιμο

ομάδας για το ρίξιμο του παπά, ο Κίτσος ήταν

περιζήτητος σαν το καλύτερο «παρτούλι» της πιάτσας.

Και στην τούφα όταν έπεσε, την έβγαλε παλικάρι και

μάγκας και κανένας δε του πήρε το

μπαρμπούτι της ακτίνας, ούτε μάσησε από κάτι

ρουφιάνους, που σπρωγμένοι από τον διευθυντή

ήρθαν να του πουλήσουν μαγκιά και αγριάδα.

Όλοι αγαπούσαν τον Κίτσο και θέλανε να έχουν καλές

σχέσεις μαζί του. Αυτό το παιδί όμως,

είχε κάτι το ξεχωριστό, που οι άλλοι μάγκες δεν

μπορούσαν να το καταλάβουν και προτιμούσαν να

το ξεπεράσουν χωρίς να την πολυψάχνουν. Ο Κίτσος

γούσταρε αυτά τα ξένα, τα γιεγιέδικα που

λένε, τραγούδια και συνεχώς σιγοτραγουδούσε

κάτι αλαμπουρνέζικα, που κανένας από 'μάς δεν

μπορούσε να καταλάβει. Στην αρχή του ψιλοκάναμε πλάκα,

αλλά μια μέρα που το παρατραβήξαμε,

ο Κίτσος αγρίεψε και μας την έπεσε να κόψουμε

μια για πάντα την πλάκα αυτή, γιατί λέει, δεν

καταλαβαίνουμε. Δεν ξέρω πως την είδε και μας την

έπεσε, αλλά εδώ που τα λέμε, ίσως να είχε δίκιο

και όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν σοβαρός

λόγος για να την δούμε στην κόντρα και να του

ζητήσουμε εξηγήσεις. Τον αφήσαμε λοιπόν να ακούει με

την ησυχία του αυτά τα ξένα τραγούδια,

αφού δεν ενοχλούσε κανέναν και αφού τα γούσταρε τόσο πολύ.

Για να φανταστείς πόσο τ' αγαπούσε, είχε γεμίσει τα χέρια

του με τατουάζ από ξένα ονόματα,

και στο σημείο της καρδιάς του είχε ένα εκπληκτικό ταττού,

που με κοκκινόμαυρα γράμματα έγραφε Animals κι από κάτω

Eric, ή κάτι τέτοιο.

Μια μέρα που τον είχα ρωτήσει τι σημαίνει στα

Ελληνικά, μου είχε απαντήσει ότι «είναι τ' όνομα

ενός μικρόβιου, που άμα μπει στην ψυχή του ανθρώπου,

άστα γάμησέ τα». Για να πω την αλήθεια,

δεν το πολυκατάλαβα και νόμιζα πως με δούλευε,

αλλά αυτός μίλαγε σοβαρά και τα μάτια του έβγαζαν

σπίθες. Μετά όμως χαμογέλασε, με χτύπησε

φιλικά στον ώμο και μου είπε «μη την ψάχνεις ρε

Μάκη, δε πρόκειται να βγάλεις άκρη με τα γιεγιέδικα

γούστα μου». Και είχε δίκιο. Τι να ψάχνω να

βρω στ' αλαμπουρνέζικα τραγούδια;

Πάνω που ο Κίτσος είχε γίνει ο πρώτος μάγκας

της πιάτσας, κάτι σα ν' άρχισε να μη πηγαίνει καλά.

Όλα ξεκίνησαν από την στιγμή που ο Κίτσος

άρχισε να πίνει παραμύθα. Εμείς του βάζαμε χέρι

και του θυμίζαμε πως όποιος έμπλεξε με την πρέζα

έσπασε τα μούτρα του, αλλά εκείνος δεν έδινε

δεκάρα γι' αυτά που του λέγαμε. Τον πρώτο καιρό

τα έφερνε βόλτα και μάλλον γινόταν και καλύτερος.

Σιγά-σιγά όμως άρχισε να τον παίρνει από

κάτω και η κατάσταση μέρα με την μέρα χειροτέρευε.

Κλεινόταν όλο και περισσότερο σπίτι του,

είχε εξαφανιστεί από την πιάτσα, άρχισε να κάνει

νταραβέρια με κάτι καριολόπουστες (που του κάνανε

άσχημες), ανέβασε την δόση του στις δυο

γραμμές, τον παράταγε κάθε τόσο η Μπέμπα και

είχε σταματήσει και τις μπούκες.

Το μαράζωμα του Κίτσου ήταν κάτι που μας

στεναχωρούσε, αλλά ο μπαγάσας δεν χαμπάριαζε

από κουβέντες. Μαζί μ' αυτά τα κακά, έρχεται και

το δέσιμο και το γκρέμισμα του. Μια καριόλα

γκόμενα έδωσε τον Κίτσο και τον έστειλε στο

δικαστήριο φορτωμένο με επτά κατηγορίες. Πρεζάκι

του θανατά ο Κίτσος, πούλησε ό,τι είχε και δεν

είχε, τσοντάραμε και μερικοί φίλοι, τα χώσαμε σ'

έναν καλό δικηγόρο και τελικά του έριξαν μόνο

επτά χρόνια, που στο εφετείο έπεσαν στα πέντε. Η

φυλακή όμως είναι χοντρό ξενέρωμα και έχει τουμπεκιάσει

πολλούς μάγκες. Εμείς οι απ' έξω, ακούγαμε πως ο

Κίτσος στην τούφα ήταν πρώτο

παλικάρι και δεν μάσαγε. Όπως και να το κάνουμε

όμως, πέντε χρόνια είναι αυτά.

Όταν βγήκε απ' την φυλακή, τον βρήκαμε πολύ

αλλαγμένο. Σαν να είχε γονατίσει. Τον υποδεχτήκαμε

με γλέντια και χαρές, αλλά αυτός δεν ήταν ο

γνωστός Κίτσος, ο πρώτος μάγκας της πιάτσας

που ξέραμε. Έδειχνε απογοητευμένος και σκεπτικός.

Αφού να φανταστείς, ούτε ξένα τραγούδια δε

τραγουδούσε! Θεωρούσε τον εαυτό του γέρο και

ξοφλημένο και ότι πέρασε η μπογιά του. Εμείς του

λέγαμε πως δεν είναι έτσι τα πράγματα και πως

έχει όλα τα φόντα να ξαναγίνει ο πρώτος μάγκας,

αλλά φαίνεται δεν γινόμαστε και τόσο πιστευτοί,

γιατί ο Κίτσος χαμογέλαγε πικρά κι έλεγε «καλά,

εντάξει, μη συνεχίζεις». Ήταν όμως ολοφάνερο

πως η κατάσταση είχε αλλάξει. Οι περισσότεροι

απ' τους μάγκες είχαν δεθεί, άλλοι είχαν πεθάνει

(από ναρκωτικά ή από τσαμπουκάδες), άλλοι τα

είχαν παρατήσει και μερικοί που βρίσκονται ακόμα

μέσα στο νταραβέρι, είχαν εξελιχτεί σε καριόληδες

πρώτης τάξης. Καινούριοι τύποι είχαν βγει

στο κλαρί και η πιάτσα είχε γίνει άνω κάτω. Το

νταραβέρι είχε χαλάσει, οι καινούριες γκόμενες

δεν γούσταραν αγαπητικούς, ομαδικές δουλειές

δεν γίνονταν πια, οι άντρες ξηγιόνταν ύπουλα και

οι καινούριοι μπουκαδόροι δεν είχαν ψυχή. Δηλαδή,

καμιά σχέση με τις παλιές καλές ημέρες.

Αυτά έβλεπε ο Κίτσος και προτιμούσε να είναι

σκεπτικός θεατής, παρά ενθουσιώδης πρωταγωνιστής.

Κάθε τόσο έκανε μια βόλτα στην πιάτσα, έτσι για

να ξέρει τι γίνεται και να κοζάρει φάτσες.

Η παλιά φήμη τον συνόδευε, αλλά από την στιγμή

που αποσύρθηκε, λίγοι τον αντιμετώπιζαν σαν ένα

πρώην μεγάλο μάγκα, ενώ οι περισσότεροι τον

κοίταγαν με οίκτο και περιφρόνηση. Ο Κίτσος

δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα και πέρναγε στριμόκωλα,

αλλά δεν έβρισκε και την δύναμη να χτυπήσει την

γροθιά του στο τραπέζι και να πει «πίσω

παλιοπούστηδες! Έρχεται ο Κίτσος!». Ζούσε παρέα

με την Μπέμπα, που κι αυτή είχε σπάσει και

δυσκολευόταν να σταυρώσει βίζιτα. Τους θυμάμαι

ένα απόγευμα που μου ήρθαν και οι δύο μαζί και

μου ζήταγαν να τους βολέψω, επειδή τους έδιωξαν

απ' το σπίτι. Φυσικά, δεν μπορούσα ν' αφήσω τον

Κίτσο έτσι, τους έδωσα τα κλειδιά της γκαρσονιέρας

που είχα για καβάντζα και τους είπα ότι μπορούν

να μείνουν όσο γουστάρουν. Όταν τσάκωνα

κανένα καλό πράσο, πέρναγα απ' την καβάντζα

και άφηνα κέρασμα στον Κίτσο, αλλά επειδή κι

εγώ δυσκολευόμουν να τα βγάλω πέρα, τα κεράσματα

γίνονταν όλο και πιο αραιά.

Ο Κίτσος την είχε κόψει την παραμύθα (βέβαια

άμα λάχαινε έπινε καμιά ψιλή), αλλά είχε γίνει

αλκοολικός. Κατέβαζε τα ξίδια σαν νεράκι και απ' το

πρωί μέχρι το βράδυ ήταν μ' ένα σέικερ στο χέρι

κι έφτιαχνε περίεργα και δικιάς του επινόησης

κοκτέιλς. Η Μπέμπα έπλεκε καλάθια και διάφορα

ψάθινα διακοσμητικά (μια τέχνη που την είχε

μάθει στην φυλακή) και με τα λίγα λεφτά

που έπαιρνε την ψιλοβγάζαν.

Από το σπίτι πέρναγαν διάφοροι γνωστοί και

έψηναν τον Κίτσο να ξαναβγεί στο νταραβέρι,

αλλά κανένας απ' αυτούς δεν παρουσίαζε μια σωστή

κι έτοιμη δουλειά. Όλοι λέγανε πως ενδιαφέρονταν

για τον Κίτσο, κανένας όμως δεν φρόντιζε

για μια πραγματική του ανάσταση. Η Μπέμπα

έλεγε ότι οι ίδιοι οι φίλοι του τον κρατάνε στο

περιθώριο, επειδή τον ζηλεύουν και ο Κίτσος δε

μπορούσε να διαφωνήσει με επιχειρήματα, παρά μόνο

βάζοντας τις φωνές. Σε μια τέτοια κατάσταση, τα

νεύρα και οι παρεξηγήσεις είναι στην καθημερινή

διάταξη και η φαγωμάρα φυσιολογικό επακόλουθο.

Η ζωή λοιπόν κύλαγε μέσα στην μιζέρια, στην

γκρίνια και στο αλκοόλ, και μόνο οι αναμνήσεις

από το λαμπρό παρελθόν στόλιζαν το νευρωτικό

και ψυχοπλακωτικό περιβάλλον της γκαρσονιέρας.

Εγώ που γνώριζα καλά τον Κίτσο, απορούσα μ'

όλη αυτή την κατάσταση, γιατί ήξερα πως έχει

δυο-τρεις καλές άκρες που μπορούν να τον

στηρίξουν, και ότι ο ίδιος έχει ικανότητες και ταλέντο,

που δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο άτομο της πιάτσας.

Πίστευα λοιπόν ότι η παρακμή αυτή ήταν

αποτέλεσμα της άσχημης ψυχολογικής του κατάστασης,

αλλά δεν ήξερα και κανένα τρόπο για να

καταπολεμήσω αυτή την κατάπτωση και να του

φτιάξω την διάθεση.

Πάνω που σκεπτόμουν να κάνω κάτι για την

πάρτη του, ο Κίτσος μάζεψε τα μπογαλάκια του

και την Μπέμπα και εξαφανίστηκε, χωρίς ν' αφήσει

πίσω του κάποιο μήνυμα. Στην αρχή σάλταρα

και τον έψαξα, μπας και τον προλάβω πριν κάνει

καμιά μαλακία, αλλά δε τον βρήκα πουθενά και

κανένας δεν ήξερε προς τα που τράβηξε. Φυσικό

ήταν να κυκλοφορήσουν πολλές και διάφορες φήμες,

που έλεγαν πως κλείστηκε σε κλινική για

αντιαλκοολική θεραπεία, πως τον έκλεισαν σε

τρελάδικο, πως έφυγε στο εξωτερικό, πως πήρε τα

βουνά, ακόμα και ότι αυτοκτόνησε. Γρήγορα όμως

ξεχάστηκε και μονάχα δυο-τρεις κολλητοί του

τον σκέφτονταν και αναρωτιόνταν τι να έγινε και

που χάθηκε.

Η παλιά παρέα είχε διαλύσει. Οι καινούριοι καιροί

είχαν μεταβάλλει τις καταστάσεις και τα πάντα

είχαν αλλάξει. Νέα ονόματα εμφανίστηκαν

στη πιάτσα κι έκαναν πέρα εμάς τους παλιούς. Τα

νταραβέρια χάλασαν, οι αγαπητικοί ήταν και

ρουφιάνοι, τα κλεφτρόνια είχαν αλλάξει μεθόδους

εργασίας και στόχους και γενικά στην πιάτσα υπήρχε

ένα κλίμα που δεν μας πολυσήκωνε. Εγώ σχεδόν είχα

αράξει, είχα φάει τα λεφτά που είχα

βάλλει στην πάντα, και που και που δούλευα στο

μαγαζί του Αρίστου του «Σκύλου» (ξέρετε αυτού που

έχει το μπουζουξίδικο «Το Γλυκοχάραμα»), έτσι

για να την ψιλοβγάζω. Πάνω που είχα αράξει και

είχα ξεκαρφωθεί, σκάει μια μέρα ο Βαγγέλης ο

Ιβάν μ' ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά, και ήθελε

σώνει και καλά να πάμε να τα πιούμε.

Η ώρα κόντευε τρεις και τα μαγαζιά όπου να

'ναι θα έκλειναν, αλλά ο Ιβάν μ' ένα πονηρό ύφος

επέμενε να με κεράσει κανένα ποτό σε κάποιο

άλλο μαγαζί. Ο Ιβάν ήταν ένας απ' τους πιό

κολλητούς φίλους και είχε ψιλοαράξει κι αυτός όπως κι

εγώ, γι' αυτό και η επιμονή του να με κεράσει μου

φάνηκε πως κάτι έκρυβε από πίσω. Παράτησα

λοιπόν το μαγαζί του Αρίστου και ακολούθησα

τον Βαγγέλη, που είχε φαγωθεί να με κεράσει. Με

το που σταματήσαμε στην ντισκοτέκ «Χρυσό

Κλειδί», άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Το μαγαζί

δεν ήταν καρφωμένο ή ρουφιάνικο, αλλά είχε γίνει

στέκι όλων αυτών των νέων φυντανιών, που έκαναν

κουμάντο στην πιάτσα και δεν ήθελα να

σκάσω παρέα με τον Ιβάν, γιατί ήταν τσαμπουκάς

και δεν πολυγούσταρα ν' ανοίξω προηγούμενα

και να κονομήσω κανένα πενταμελές, πάνω που

είχα αράξει. Ο Ιβάν όμως επέμενε να με κεράσει,

κι επειδή σίγουρα κάτι είχε στο μυαλό του, λέω

δεν γαμιέται, σιγουρεύω στην μπότα μου το μαχαίρι

και μπαίνω μαζί του στο μαγαζί.

Με το που μπήκαμε, τα βλέμματα καρφώθηκαν

πάνω μας, αλλά κι εγώ αμέσως τσιλιάρω τους τυπάδες.

Αράζουμε στα σκαμπό του μπαρ, ο Ιβάν

παραγγέλνει δύο διπλά ουίσκι με πάγο και αρχίζουμε

να τα πίνουμε χαζεύοντας τους χορευτές, έχοντας

όμως και την προσοχή μας προς τους

μάγκες που μπορεί να την έψαχναν μαζί μας. Η ώρα

είχε φτάσει τρεις και ακούγονταν τα τελευταία

τραγούδια της βραδιάς, αλλά το μαγαζί ήταν καργαρισμένο.

Σε μια φάση ο Ιβάν σκύβει προς το μέρος μου,

πετάει ένα «χάπατις» κι αμέσως σαλτάρω

και μπαίνω χοντρά στην τσίλια.

Στην πίστα ανεβαίνει ένας τύπος, με μαύρο

δερμάτινο παντελόνι και άσπρο μπλουζάκι με στάμπες.

Χόρευε με την πλάτη γυρισμένη προς το

μέρος μου και απ' την κορμοστασιά του φαινόταν

εικοσιπεντάρης, αλλά και κάπως βαρύς. Αν και δεν

σκαμπάζω από τέτοια, οφείλω να παραδεχτώ πως

ο τυπάς χόρευε μ' ένα μαγικό τρόπο και φαινόταν

καθαρά ότι το τραγούδι το ζούσε και το καταλάβαινε.

Εκεί που χάζευα τον τυπά που χόρευε, με

την άκρη του ματιού μου πιάνω τους άλλους μάγκες

να ψιλοσαλτάρουν και να κάνουν κάτι κινήσεις που

δεν μου άρεσαν καθόλου. Δίπλα μου ο

Ιβάν ήταν στη φέρμα και το δεξί του χέρι κράταγε

το μαχαίρι μέσα στην τσέπη του σακακιού του.

Με το που γυρνάω το βλέμμα μου στην πίστα

παθαίνω την πλάκα μου! Ο τυπάς με το δερμάτινο

παντελόνι και το νευρώδη σώμα ήταν ο Κίτσος!

Ένας Κίτσος ολόιδιος με τον μάγκα που βασίλευε

πριν 15-20 χρόνια. Καμιά σχέση με τον γερασμένο

αλκοολικό που φιλοξενούσα πριν 3 χρόνια στην

γκαρσονιέρα μου. Έπαθα την πλάκα μου! Κολλητά

σκάει δίπλα μου η Μπέμπα και παθαίνω δεύτερη πλάκα!

Η τσακισμένη γκόμενα που έπλεκε

καλάθια, έχει γίνει μια γυναικάρα να παθαίνεις ζημιά!

Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Ο Ιβάν δίπλα μου,

με σκούντησε και μου έκλεισε το μάτι, γελώντας

πονηρά. Η Μπέμπα έσκυψε και με φίλησε.

Αυτό το τραγούδι που ακούγεται έχει τίτλο

The Night και είναι από τον καινούριο δίσκο

που έβγαλαν οι Animals», μου σιγοψιθύρισε. «Τι

μας τσαμπουνάς τώρα ρε Μπέμπα», απάντησα μέσα

στην ζάλη και στην έκπληξή μου. «Αυτό που άκουσες»

μου λέει, «οι Animals έβγαλαν καινούριο

δίσκο και ο Κίτσος αναστήθηκε. Ξαναβγήκε στο

κουρμπέτι και δεν μαζεύεται με τίποτα».

Το τραγούδι τέλειωσε, η μουσική σταμάτησε,

το μαγαζί άρχισε ν' αδειάζει και ο Κίτσος ήρθε

δίπλα μου. Τα μάτια του άστραφταν. Έσκυψε και με

φίλησε. Οι άλλοι μάγκες κοίταζαν καλά-καλά. Ο

μπάρμαν μας είπε πως κερνάει το μαγαζί. Από την

απέναντι παρέα σηκώθηκε ένας τυπάς και πλησίασε

προς το μέρος μας. Μπήκα στην τσίλια και

πήγα να τραβήξω το μαχαίρι. Ο Κίτσος όμως με σταμάτησε.

Ο τύπος ήρθε δίπλα μας. Ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε

χρονών. Έδωσε το χέρι του στον Κίτσο.

«Καλωσόρισες» του είπε, «Θα υπάρχει πάντα μια

θέση στην κορυφή για τον κάθε φίλο του Eric Burdon

και την παρέα του». Ο Κίτσος είπε «Ευτυχώς

που το κατάλαβες» και του έδωσε το χέρι. Η Μπέμπα

δίπλα του καμάρωνε. Εγώ κόντευα να τρελαθώ. Ποιός

στο διάολο είναι αυτός ο Eric Burdon

και τί σχέση έχει μ' όλ' αυτά που συμβαίνουν;

Δεν υπάρχουν σχόλια: