Η άνοιξη είχε απλωθεί ολοκληρωτικά γύρω
τριγύρω και μέσα στο μικρό γραφικό χωριό,
με τα πέτρινα σπίτια και τις ομοιόμορφες στέγες
από κεραμίδια. Ο ζεστός ήλιος έλουζε την πλαγιά
του βουνού και το χωριουδάκι στους πρόποδες,
ενώ οι θόρυβοι της φύσης και τα κελαηδίσματα των
πουλιών, πρόσθεταν τον ήχο στο περιβάλλον. Στο
χωριό κυριαρχούσε σιωπή και κανένας ξένος θόρυβος
δε διατάραζε την αρμονική ηχητική συμφωνία
της ανοιξιάτικης φύσης. Οι λιγοστοί κάτοικοι του
χωριού είχαν μετακομίσει στα χωράφια, ασχολούμενοι
με τις γεωργικές τους εργασίες και στην
πλατεία του χωριού, οι ελάχιστοι γέροντες είχαν
συγκεντρωθεί στο καφενείο, που άπλωνε τα τραπεζάκια
του στην δροσερή σκιά ενός πυκνού τεράστιου
πλάτανου, ο οποίος χρόνια τώρα άκουγε
αδιαμαρτύρητα τις γνωστές ατέρμονες ιστορίες
των γερόντων.
Ανεβαίνοντας το ανηφορικό δρομάκι, τα σπίτια
αραίωναν και συναντούσες όλο και περισσότερα
εγκαταλελειμμένα κτίρια με χορταριασμένους
κήπους. Στην άκρη περίπου του χωριού, περιτριγυρισμένη
από κυπαρίσσια και έλατα, υπήρχε μια εκκλησία,
που οι κάτοικοι του χωριού την ονόμαζαν
Αγία Σωτήρα, αλλά στην πραγματικότητα τώρα
δεν είχε όνομα, ούτε λειτουργούσε σαν εκκλησία.
Πριν επτά χρόνια είχε αγοραστεί από κάποιον
καλλιτέχνη, όπως έλεγαν οι ντόπιοι, ο οποίος
άφησε απείραχτο το εξωτερικό στυλ, αλλά επί μήνες
ολόκληρους έκανε έργα μετατροπής του εσωτερικού
χώρου. Αργότερα, έφερε και τοποθέτησε στο
εσωτερικό κάτι μεγάλα μηχανήματα. Από τον καιρό
που η Αγία Σωτήρα έγινε ατομική ιδιοκτησία,
κανένας χωρικός δεν έχει δει την εσωτερική της
διαρρύθμιση. Τον πρώτο καιρό ο καλλιτέχνης ερχόταν
κι έμενε για λίγο, τις περισσότερες φορές με
παρέα, ενώ τις υπόλοιπες μέρες στην εκκλησία έμενε
ένας γεροδεμένος τριαντάχρονος, που εκτελούσε
χρέη φύλακα.
Με τον καιρό ο καλλιτέχνης ερχόταν όλο και συχνότερα
(όλο και πιο σπάνια όμως με παρέα), μέχρι
που εγκαταστάθηκε μόνιμα. Περνούσε τον περισσότερο
καιρό του μέσα στην εκκλησία, δεν κατέβαινε
ποτέ στο χωριό, ούτε κι ερχόταν σ' επαφή με
τους κατοίκους. Για τις μετακινήσεις του
χρησιμοποιούσε ελικόπτερο, με το οποίο εφοδιαζόταν και
τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Ο παράξενος
και απρόσιτος αυτός ξένος (οι χωρικοί δεν ήξεραν
ούτε τι ακριβώς καλλιτέχνης ήταν), στην αρχή
αναστάτωσε, με την παρουσία του και μόνο, την μικρή
και εύθραυστη κοινωνία του χωριού, αλλά με το
πέρασμα του χρόνου οι χωρικοί συνήθισαν την
παρουσία του κι έπαψαν ν' ασχολούνται με την
ύπαρξή του. Μόνο που κάθε τόσο, θυμούνται νοσταλγικά
την γραφική και πανέμορφη εκκλησία τους, που
βεβηλώθηκε βάναυσα από τον μυστηριώδη ξένο.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας, τίποτα δεν θύμιζε
ιερό ναό. Δύο τοίχοι χώριζαν στα τρία τον κύριο
χώρο της πρώην εκκλησίας. Ο κεντρικός και
μεγαλύτερος χώρος ήταν διακοσμημένος με βελούδινες
πολυθρόνες, με χαμηλές καρέκλες και με μια
τεράστια βιβλιοθήκη από μαόνι και κρύσταλλο. Το
πάτωμα ήταν γυμνό και διακοσμημένο μ' ένα παλιό
και μισοφθαρμένο ψηφιδωτό, μια παλιά αγιογραφία
της πρώην εκκλησίας. Αριστερά, ένας μικρότερος
χώρος είχε μετατραπεί σε κρεβατοκάμαρα και
στο βάθος, ο τρίτος χώρος, ήταν γεμάτος με
μηχανήματα ήχου και εικόνας. Παλιές εικόνες και
αγιογραφίες, μαζί με πίνακες κλασικής και μοντέρνας
ζωγραφικής στόλιζαν τους τοίχους, οι οποίοι ήταν
επενδεδυμένοι με μακρόστενα φύλλα μονωτικού υλικού.
Ο David Browia, ήταν εδώ και μερικά χρόνια, το
σπουδαιότερο όνομα της σύγχρονης μουσικής και
δικαιολογημένα τον χαρακτήριζαν, σαν τον
αξιολογότερο καλλιτέχνη που είχε εμφανιστεί στο
πλανήτη. Την τελευταία πενταετία ο Browia, έσπασε
κάθε προηγούμενο ρεκόρ αποδοχής και όλα
ανεξαιρέτως τα τραγούδια του γνώρισαν τόσο μεγάλη
επιτυχία, που αγοράστηκαν σύμφωνα με υπολογισμούς
από το 96% του φιλόμουσου κοινού! Για
πρώτη φορά στην ιστορία, η μουσική έγινε αποδεκτή
από τόσο μεγάλη πλειοψηφία κοινού και η κυρίαρχη
εξάπλωσή της σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα
την έχει (εκτός των άλλων) μετατρέψει, σε
πανίσχυρο όπλο διαμόρφωσης συνειδήσεων και
πολιτικοκοινωνικής δημαγωγίας. Βασικός υπεύθυνος για
το τεράστιο αυτό άλμα της μουσικής, ήταν ο David
Browia, με μια σειρά από αριστουργηματικές
συνθέσεις και με μια ανεπανάληπτη καλλιτεχνική
παρουσία, που ικανοποιούσε και ενθουσίαζε και τον
πιο απαιτητικό ακροατή.
Όλα του τα τραγούδια είναι γραμμένα με μια
μαγική συνταγή και το άκουσμά τους διεγείρει
σκοτεινούς χώρους του υποσυνείδητου και δημιουργεί
συγκινησιακές καταστάσεις έντονες και πρωτόγνωρες.
Μια αρχική εντύπωση που δημιουργούν
τα τραγούδια του, είναι ότι κάτι γνωστό θυμίζουν
(και αυτή την εντύπωση την έχουν όλοι σχεδόν οι
ακροατές), αλλά όσο κι αν προσπαθείς να θυμηθείς,
στο μυαλό δεν έρχεται τίποτα το συγκεκριμένο.
Αυτή η αίσθηση δεν είναι παρά διεγέρσεις του
υποσυνείδητου και ακριβώς γι' αυτό νιώθεις μια
αδιόρατη οικειότητα με τα τραγούδια του Browia. Αυτή
την εξήγηση έχει δώσει και ο ίδιος ο δημιουργός
τους, αλλά αρνείται επίμονα να εξηγήσει περισσότερα,
χαρακτηρίζοντας το θέμα σαν «απόρρητη
συνθετική τεχνική», συν κάποιες δόσεις «μαγείας
και κοσμικής δύναμης» στον τομέα της έμπνευσης.
Μπορεί ο Browia να έδωσε αυτή την εντυπωσιακή
ώθηση στην μουσική, κάνοντας τους περισσότερους
ανθρώπους πάνω στην γη να τραγουδάνε
τα ίδια τραγούδια (τα τραγούδια του), επηρέασε
αρνητικά όμως το σύνολο της παγκόσμιας μουσικής
παραγωγής, όπως επίσης και τις υπόλοιπες τέχνες.
Παρ' ότι ο ίδιος δηλώνει, πως η δική του επιτυχία
και τα τραγούδια του δεν παρεμποδίζουν καθόλου
την δημιουργία μουσικής από άλλους καλλιτέχνες
(και θεωρητικά έχει δίκιο), εν τούτοις είναι
φανερό ένα γενικευμένο σνομπάρισμα και μια
αδιαφορία από τον κόσμο, για οποιονδήποτε άλλο
δημιουργό μουσικής. Οι αγοραστές υπερδίσκων,
σιγά-σιγά σταμάτησαν να αγοράζουν δουλειές
άλλων καλλιτεχνών, με αποτέλεσμα ο Browia να
κάνει πωλήσεις δύο φορές περισσότερες, απ' ότι όλοι
οι άλλοι μαζί!
Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει μεγάλη
κρίση στον χώρο της δισκογραφικής βιομηχανίας
και οι πανίσχυρες μέχρι πριν λίγα χρόνια
δισκογραφικές εταιρείες οδηγούνται σε πτώχευση, αφού
εξάντλησαν κάθε μέσον για την τόνωση της
δισκογραφικής αγοράς και αφού απέτυχαν να καθιερώσουν
ονόματα πολυδιαφημισμένα, με μουσική που
είχε όλα τα συστατικά για να γνωρίσει επιτυχία.
Μετά από σφυγμομετρήσεις του αγοραστικού
κοινού και από λεπτομερείς συζητήσεις, κατέληξαν
στην άποψη ότι υπεύθυνος για την κρίση είναι ο
David Browia και τα τραγούδια του, που καθιέρωσαν
συγκεκριμένα καλλιτεχνικά και εμπορικά στάνταρς,
τα οποία διαμόρφωσαν ανάλογα και τα
γούστα του κοινού, και οτιδήποτε έξω απ' αυτά τα
στάνταρς δεν γίνεται αποδεκτό. Μοναδική λύση είναι
η δημιουργία και προώθηση μουσικής, στα
πλαίσια που καθόρισε ο Browia. Όσο όμως απλή κι
αν φαίνεται αυτή η λύση, τελικά αποδείχτηκε
μυστηριωδώς απραγματοποίητη. Φαίνεται πως τα
περί μαγείας και κοσμικής δύναμης, κρύβουν μέσα
τους το αληθινό μυστικό της επιτυχίας...
Η μουσική του David Browia αποδείχτηκε πως
είναι ένα καινούργιο είδος, αρκετά διαφορετικό
από την μουσική που, έχοντας σαν βάση το ροκ,
κυριαρχούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια. Το περίεργο
είναι πως η νέα αυτή μουσική δεν έχει φανερές
διαφορές από την σύγχρονη μουσική παραγωγή, τόσο
συνθετικά όσο και ηχητικά! Στην μουσική του ο
Browia χρησιμοποιεί τα γνωστά μουσικά όργανα
(όπως και τόσοι άλλοι σύγχρονοι μουσικοί), και ο
ήχος του είναι προσωπικός, όχι όμως και πρωτάκουστος
ή μοναδικός. Η μοναδικότητα της μουσικής
του βρίσκεται σ' αυτή την οικειότητα (που πάντα
κάτι απροσδιόριστο θυμίζει), που δημιουργείται
από το κέντρισμα των βαθύτερων πτυχών του
υποσυνείδητου. Αυτή η ιδιαιτερότητα δεν μπορεί
να εξηγηθεί, αλλά ούτε και να επιτευχθεί από
άλλους δημιουργούς μουσικής και για την
ιδιαιτερότητα αυτή ο κόσμος ακούει παθιασμένα την
μουσική του Browia.
Όλη η υπόλοιπη μουσική, δεν προσφέρει ανάλογη
συγκίνηση και αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος
έπαψε να την ακούει και να ενδιαφέρεται γι'
αυτήν. Φυσικό επακόλουθο ήταν να δημιουργηθεί η
κρίση στον μουσικό χώρο, που είχε σαν αποτέλεσμα
χιλιάδες μουσικοί να αντιμετωπίζουν πρόβλημα
επιβίωσης, οι δισκογραφικές εταιρείες να κλείνουν
η μία μετά την άλλη και να επικρατεί αναστάτωση
και στις υπόλοιπες μορφές τέχνης, αφού ως
γνωστό οι τέχνες αλληλοεπηρεάζονται και
αλληλεξαρτούνται.
Η κρίση αυτή έγινε ιδιαίτερα αισθητή στον
κινηματογράφο (που μαζί με την μουσική αποτελούν
τις πιο εξαπλωμένες και πιο αποδεκτές, από τον
λαό, τέχνες), στον οποίο παρουσιάστηκε την
τελευταία διετία μια πτώση αριθμού εισιτηρίων του
ύψους 63%. Οι λόγοι της πτώσης παραμένουν
ανεξήγητοι, αλλά υπάρχουν άτομα (όπως ο Ρομέρο, ο
Τσιμίνο, ο Ρούρκ, ο Νικολαϊδης κ. α.), που
πιστεύουν πως το γκρέμισμα της μουσικής
βιομηχανίας παρέσυρε και τον κινηματογράφο και
προτείνουν μια σειρά από νέα εκφραστικά στάνταρς, τα
οποία μπορούν να εκσυγχρονίσουν και να σώσουν
την κινηματογραφική τέχνη. Μέσα, όμως, στην
σύγχυση και στην κατάρρευση, κανένας δεν έχει
την ψυχραιμία και την διορατικότητα να εγκρίνει,
την αποδοχή αυτών των πρωτοποριακών μέτρων
για την αναγέννηση του κινηματογράφου.
Ο David Browia καθόταν αναπαυτικά σε μια
πολυθρόνα, πίνοντας χυμό από αχλάδι και
ρουφώντας τις τελευταίες τζούρες από ένα μονοφυλλάκι,
με μια πολύ χαϊ φούντα από την Καλαμάτα, ένα
μικρό χωριό στην μακρινή Ελλάδα. Σιγά-σιγά άρχισε
να τον πλημμυρίζει ευδιαθεσία, να ξεκαθαρίζει το
μυαλό του και να διεγείρονται οι αισθήσεις του. Σ'
αυτή την απομονωμένη περιοχή ένιωθε ήσυχος και
ασφαλής. Η παλιά πέτρινη εκκλησία αποτελούσε
ιδανικό ησυχαστήριο, αφού κανένας δεν γνώριζε
την διαμονή του εκεί, και σ' αυτό τον χώρο
μπορούσε απερίσκεπτα να αφοσιωθεί στην δημιουργία
της μουσικής του και στην οργάνωση και
πραγματοποίηση των μελλοντικών του σχεδίων. Τους
τελευταίους μήνες είχε δώσει έμφαση στην παγκόσμια
περιοδεία του, με εμφανίσεις σε περισσότερες
πόλεις από κάθε άλλη φορά και μ' ένα σώου πιο
πλούσιο και πιο εντυπωσιακό, που ανάλογο δεν
είχε παρουσιαστεί ποτέ πριν. Το μέγεθος της επιτυχίας
του έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα και ο κόσμος
τον υποδέχτηκε σαν Θεό!
Επόμενη κίνηση, ήταν η κυκλοφορία ενός
καινούργιου υπερδίσκου, τα τραγούδια του οποίου
ήταν ήδη ηχογραφημένα, και η ταυτόχρονη προβολή
από τις τηλεοράσεις όλων των κρατών, μιας
ταινίας που τον παρουσίαζε σαν κάτι περισσότερο
από κορυφαίο και μοναδικό καλλιτέχνη. Και μετά
απ' όλα αυτά θα ερχόταν επιτέλους η ώρα για το
μεγάλο, το τελευταίο άλμα, που αποτελούσε και
την τελική φάση του σχεδίου του. Ενός σχεδίου
που ξεκίνησε από ένα σχεδόν τυχαίο γεγονός,
αλλά όλες οι επόμενες φάσεις είχαν σχεδιαστεί απ'
αυτόν τον ίδιο και εφαρμόστηκαν με απόλυτη
ακρίβεια, μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια.
O David σηκώθηκε, έκανε δυο-τρία βήματα και
τεντώθηκε νωχελικά. Ένιωθε απόλυτα ευχαριστημένος
με τον εαυτόν του και σκέφτηκε, χαμογελώντας
με ικανοποίηση, ότι βρίσκεται πολύ κοντά σε
αυτό που ονομάζεται «ευτυχία». Με ανάλαφρα
βήματα προχώρησε προς τον μικρό διάδρομο, άνοιξε
την αριστερή πόρτα και βρέθηκε σ' ένα μικρότερο
δωμάτιο γεμάτο μηχανήματα. Αυτό ήταν το
προσωπικό του στούντιο, όπου ηχογραφούσε την
μουσική του κι έκανε το μοντάζ και την τελική
επεξεργασία στις κινηματογραφικές του ταινίες και
στα βίντεο, που συνόδευαν και έδιναν μια οπτική
άποψη στα τραγούδια του. Ο χώρος ήταν μικρός,
αλλά αρκετός για να χωρέσει τα μηχανήματα που
χρησιμοποιούσε για την δουλειά του. Ο David
χαμογέλασε καταχθόνια, καθώς σκέφτηκε την
έκπληξη που θα προκαλούσε ο χώρος αυτός και τα
μηχανήματα, σε οποιονδήποτε επισκέπτη μουσικό ή
δημοσιογράφο. Κανένας δεν θα πίστευε, ούτε καν θα
υποψιαζόταν, πως αυτά τα τόσο σπουδαία και
επιτυχημένα τραγούδια του, ηχογραφούνται σ' ένα
μικροσκοπικό στούντιο με ξεπερασμένο τεχνολογικό
εξοπλισμό και με 16 μόνο κανάλια. Όλοι
πιστεύουν, και οι δημοσιογράφοι συντηρούσαν αυτή
την άποψη, πως ηχογραφεί στα πιο σύγχρονα
στούντιος, με τις πιο μοντέρνες τεχνικές ηχογράφησης.
Στην αριστερή γωνία του δωματίου υπήρχε ένα
ογκώδες και άκομψο μηχάνημα, που δεν ανήκε
ούτε στα μηχανήματα ήχου και μουσικής, ούτε σε
αυτά του κινηματογράφου. Ο David το πλησίασε,
στάθηκε μπροστά του και άπλωσε τα δύο του χέρια
και το αγκάλιασε. Την χρησιμότητα και την αξία
του μηχανήματος αυτού, μόνο ο ίδιος ξέρει και
μπορεί να εκτιμήσει. Κρατώντας το μηχάνημα στην
αγκαλιά του, ακούμπησε τρυφερά και στοργικά το
κεφάλι του πάνω στην μεταλλική του επιφάνεια.
Πολλές σκέψεις άρχισαν την στιγμή εκείνη, να
χορεύουν τρελά στο μυαλό του.
Θυμήθηκε το σημαδιακό απόγευμα πριν από έξι
χρόνια, σ' ένα προάστιο του Λονδίνου. Τον καιρό
εκείνο έμενε σ' ένα παλιό διώροφο σπίτι, που το
είχε νοικιάσει αρκετά φτηνά. Τον επάνω όροφο τον
είχε για να μένει αυτός και το ισόγειο το είχε
μετατρέψει σε χώρο για πρόβες. Αν και είχε κυκλοφορήσει
δύο προσωπικά άλμπουμς, που είχαν πάρει
και καλές κριτικές, εξακολουθούσε να έχει οικονομικά
προβλήματα και λόγω των χαμηλών πωλήσεων των
υπερδίσκων, στην εταιρεία τον αντιμετώπιζαν με
αδιαφορία και αρνήθηκαν να του χορηγήσουν ένα
δάνειο, το οποίο ήθελε για να πραγματοποιήσει
κάποια περιοδεία στην Ευρώπη ή στην
Αμερική. Μην μπορώντας να πληρώνει τους μουσικούς
να παίζουν τα τραγούδια του και βλέποντας
πως η δισκογραφική εταιρεία αδιαφορούσε γι'
αυτόν (ψάχνοντας αφορμή να του διακόψει το συμβόλαιο),
είχε πάρει την απόφαση να δοκιμάσει την
τύχη του, μέσα από τις τάξεις ενός συγκροτήματος.
Τους τελευταίους δυο μήνες δοκίμαζε στο ισόγειο
διάφορους συνεργάτες, αλλά φαίνεται πως τα γούστα
του ήταν παράξενα και κανένας απ' αυτούς
τους μουσικούς δεν τον ικανοποιούσε.
Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, καθόταν μόνος του
στο ισόγειο κι έπαιζε κιθάρα. Μόλις είχε τελειώσει
άλλη μια απογοητευτική πρόβα, με μουσικούς που
δεν του έκαναν. Θα είχε περάσει μία ώρα από το
τέλος της πρόβας, όταν εμφανίστηκε εύθυμος και
χαμογελαστός, ο Lol Eno, ένας πρώην ηχολήπτης
που ο Browia τον είχε γνωρίσει σ' ένα φτηνό
οκτακάναλο στούντιο, στο οποίο είχε πάει για να
γράψει ένα δοκιμαστικό με τα πρώτα του τραγούδια.
Ο David συμπάθησε αμέσως τον Lol και αργότερα
τον κάλεσε για να του ηχογραφήσει το πρώτο και
μετά και το δεύτερο άλμπουμ του. Αν και οι
υπερδίσκοι του Browia ήταν η πρώτη και μοναδική
επαφή του με υπερσύγχρονα στούντιος, ο Lol δεν
συνάντησε καμία δυσκολία και το τελικό αποτέλεσμα
ήταν εκπληκτικό. Δυστυχώς όμως οι υπερδίσκοι
αυτοί πέρασαν απαρατήρητοι, η δουλειά του
Lol δεν έγινε γνωστή και η καριέρα του σαν
επαγγελματίας ηχολήπτης, άρχισε και τελείωσε με
αυτές τις δύο δουλειές.
Τίποτα στον κόσμο όμως δεν μπορούσε να σβήσει
το χαμόγελο από τα χείλη του Lol Eno. Μόλις ο
Browia τον είδε να μπαίνει στο ισόγειο, χαμογελαστός
και ευδιάθετος, αμέσως ξέχασε την πίκρα και
την απογοήτευσή του και κάθε στενοχώρια. Εκείνο
το απόγευμα ο Lol είχε ένα σοβαρό λόγο να είναι
χαρούμενος, κι έτρεξε να μοιραστεί την χαρά του
με τον φίλο του τον David Browia, τον άνθρωπο
που είχε πιστέψει σ' αυτόν. Είχε τρεις μήνες να
φανεί και όλο αυτό τον καιρό βρισκόταν κλεισμένος
στο δωμάτιο-εργαστήρι του, προσπαθώντας να
υλοποιήσει ένα τολμηρό σχέδιο. Μόλις το κατάφερε,
έτρεξε στον φίλο του τον David, τον άρπαξε και
τον έφερε στο δωμάτιό του για να του δείξει το
δημιούργημά του, και γεμάτος ενθουσιασμό και
καμάρι να του κάνει μια επίδειξη. «Με το μηχάνημα
αυτό θα γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι, David»,
του είχε πει συγκινημένος.
Ο David ένιωσε άσχημα με τις αναμνήσεις αυτές
και απομακρύνθηκε, οπισθοχωρώντας νευρικά,
από το μηχάνημα που μέχρι πριν λίγο αγκάλιαζε.
Στην πάνω αριστερή γωνία της πρόσοψης του
μηχανήματος, ήταν γραμμένο με κόκκινα γράμματα
το όνομα «Jason 0-13». Ο David αναπήδησε
τρομαγμένος και μια πνιχτή κραυγή ξέφυγε από το στόμα
του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ξανακοίταξε
στο ίδιο σημείο, αλλά αυτή την φορά στη θέση των
κόκκινων γραμμάτων υπήρχε μια άσπρη αυτοκόλλητη
ταινία. Αυτή η άσπρη ταινία έκρυβε τα γράμματα,
για το σβήσιμο των οποίων ο David Browia
είχε χρησιμοποιήσει όλους τους γνωστούς τρόπους,
αλλά το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να
γρατσουνίσει την μεταλλική επιφάνεια, αφήνοντας
τελείως ανέπαφα τα γράμματα. Ήταν αυτά τα
κόκκινα γράμματα, αυτό το «Jason 0-13», που όχι μόνο
δεν έσβησε, αλλά αντιθέτως κάθε τόσο θαρρείς και
φούντωνε και φλογισμένο ξεπρόβαλλε, κάτω από
την παχιά άσπρη ταινία και τύφλωνε τα μάτια και
βασάνιζε την ταραγμένη κι ένοχη συνείδηση του
David Browia.
Όταν ο Lol Eno του παρουσίασε την εφεύρεσή
του, ο David είχε μείνει αρκετή ώρα αμίλητος,
συνεπαρμένος από τις προοπτικές που στροβίλιζαν
στην σκέψη του. Οι δυνατότητες της ηλεκτρονικής
συσκευής, την οποία ο Lol είχε βαπτίσει
Jason 0-13 (και ο Browia ποτέ δεν έμαθε από που
εμπνεύστηκε το όνομα αυτό), έδειχναν να είναι
ατελείωτες, αλλά από την πρώτη στιγμή ο David
έστρεψε την προσοχή του σε μια συγκεκριμένη
δυνατότητα, πάνω στην οποία μπορούσε να
τοποθετήσει τις βάσεις της μελλοντικής καριέρας του,
που θα τον έβγαζε από την αφάνεια. Εκείνη την
στιγμή το μυαλό του πήρε ανάποδες στροφές και
μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βγήκε η απόφαση
και σχεδιάστηκε το πλάνο, για την αποκλειστική
εκμετάλλευση της θαυματουργής αυτής εφεύρεσης
του φίλου του Lol Eno. Το ίδιο βράδυ πέρασε και
πήρε τον Lol για να πάνε να διασκεδάσουν, να
γιορτάσουν την γέννηση του «Jason 0-13», που
σήμαινε την έναρξη μιας νέας εποχής. Μιας εποχής
που θα έδινε τέλος στην φτώχεια, θα τους έβγαζε
από την αφάνεια και θα τους οδηγούσε στις κορυφές
της επιτυχίας. Πριν ξεκινήσουν πέρασαν από το σπίτι του
Browia, όπου ο David φύλαγε μια έκπληξη για τον Lol,
έχοντας φροντίσει να προμηθευτεί («ξοδεύοντας
τις τελευταίες οικονομίες του», όπως είπε) δύο
δόσεις ηρωίνης και δύο δόσεις κοκαΐνης. O Lol,
κατασυγκινημένος, ετοίμασε το μίγμα και την στιγμή
που άδειαζε την σύριγγα στη φλέβα του ευχήθηκε:
Στην επιτυχία μας!. Αυτή ήταν και η τελευταία
ζωντανή ανάμνηση στην σκέψη του David
Browia. Σε λίγα λεπτά ο Lol έπεφτε νεκρός,
δηλητηριασμένος από την στρυχνίνη που περιείχε το
μίγμα. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι
πέθανε από υπερβολική δόση και το πτώμα του
βρέθηκε σ' ένα έρημο σημείο του πάρκου.
Συγγενείς δεν είχε, οι γνωστοί δεν πολυενδιαφέρθηκαν
και η υπόθεση έκλεισε στα γρήγορα.
O David Browia δυσκολεύτηκε πολύ να ξεπεράσει
το σοκ και τις τύψεις από την εγκληματική αυτή
ενέργεια. Πέρασε έντονες συγκινησιακές κρίσεις,
μέχρι και να αυτοκτονήσει σκέφτηκε, αλλά
μετά από δύο μήνες σκληρής μάχης με τις ερινύες,
κατάφερε να οδηγήσει τον εσωτερικό του διαλογισμό,
αρχικά στην αποδοχή της πράξης και αργότερα
στον εφησυχασμό. Μέχρι και σήμερα όμως, ο
Lol Eno διαταράζει τον ύπνο του και όταν φουντώνουν
τα κόκκινα γράμματα του «Jason 0-13», ξυπνούν
και τον αναστατώνουν οι αναμνήσεις και οι
τύψεις. Τον τελευταίο χρόνο όμως, τα συμπτώματα
αυτά έχουν ελαττωθεί πάρα πολύ και ο David Browia
δεν ενοχλείται πια καθόλου. Έχοντας στηρίξει
ολόκληρη την ιδεολογία του στην μοναδικότητα
του ανθρώπου και στην φυσική ανθρώπινη τάση
της εξιδανικευμένης ατομικότητας, έχει αποδεχθεί
σαν απόλυτα φυσιολογική την εγκληματική του
πράξη, έχει επανακτήσει την εσωτερική του γαλήνη,
αδιαφορεί για το παρελθόν, ζει το παρόν και
σκέφτεται το μέλλον.
O «Jason 0-13» αποδείχθηκε εκπληκτικά αποτελεσματική
εφεύρεση, με δυνατότητες που πιθανότατα
ούτε ο ίδιος ο κατασκευαστής δεν είχε φανταστεί!
Αρκεί να το τροφοδοτούσε με διάφορα ηχογραφημένα
μουσικά θέματα και να του καθόριζε την επιθυμητή
κλίμακα, και σε λίγα δευτερόλεπτα είχε μια
ολοκληρωμένη μουσική σύνθεση (αποτελούμενη
από τις μελωδίες των προηχογραφημένων μουσικών,
μετατοπισμένες σε κοινή κλίμακα)! Βέβαια τα
τροφοδοτούμενα μουσικά θέματα δεν έπρεπε να
ξεπερνούν τις είκοσι εν σειρά μουσικές νότες, για
να μην θεωρηθεί πνευματική κλοπή και αποκαλυφθεί
η αντιγραφή. O David Browia συνήθως τροφοδοτούσε
τον «Jason 0-13» με μουσικά θέματα 15-17
νότων, αλλάζοντας πάντα την έβδομη και την
δέκατη τέταρτη νότα και η λεπτομέρεια αυτή όχι
μόνο εξαφάνιζε κάθε πιθανή ομοιότητα, αλλά έδινε
και μια μυστηριώδη γοητεία στη νεοσύστατη σύνθεση.
Το μόνο που είχε να κάνει ο David, ήταν να παίρνει
γνωστά μουσικά θέματα (συνήθως από τραγούδια
που ήταν παλιές επιτυχίες), να τα αναλύει σε
νότες, να ξεχωρίζει ένα τμήμα 15-17 νότων, να
αλλάζει την έβδομη και δέκατη τέταρτη και να
τροφοδοτεί τον «Jason» με 10-12 τέτοια κομμάτια.
Μετά ρύθμιζε το μηχάνημα σε μια κλίμακα της
αρεσκείας του και ο «Jason» έκανε την σύνθεση αυτών
των κομματιών και παρουσίαζε αναλυμένο σε
νότες, ένα ολοκληρωμένο «καινούριο» μουσικό
κομμάτι, στο οποίο ήταν αδύνατο να διακρίνεις και να
εντοπίσεις τα επιμέρους θέματα που αποτελούν τα
συστατικά του.
Αυτές οι «καινούριες» μουσικές συνθέσεις ήταν
που γνώριζαν μεγάλη επιτυχία και αναστάτωναν
το μουσικόφιλο κοινό. Στα τραγούδια του Browia
υπήρχε κάτι γνώριμο, αλλά κανένας δεν μπορούσε
να εντοπίσει τι ακριβώς ήταν, γι' αυτό και οι
πολύξεροι κριτικοί (χα!) κατέληξαν στο συμπέρασμα,
πως η μουσική του Browia διεγείρει τα βαθύτερα
μέρη του υποσυνείδητου! Πέρα από το λανθασμένο
της ερμηνείας, σημασία είχε πως τα τραγούδια που
έφτιαχνε ο Browia (δηλαδή ο «Jason 0-13»),
γνώριζαν και γνωρίζουν τρομερή επιτυχία. Το πιο
σπουδαίο όμως είναι πως δημιούργησαν καινούρια
μουσικά στάνταρς και ο κόσμος κατέληξε να ακούει
μόνο τραγούδια, που με τον μυστηριώδη αυτόν
τρόπο τον γοητεύουν και του θυμίζουν κάτι το
γνωστό και απροσδιόριστο.
Aπό την ημέρα της κυκλοφορίας του πρώτου
τραγουδιού, φτιαγμένο από τον «Jason», άρχισε και
η λαμπερή πορεία του David Browia προς την
κορυφή. Σε λιγότερο από δύο χρόνια, είχε κατακτήσει
ξανά και ξανά την κορυφή της καλλιτεχνικής και
εμπορικής επιτυχίας και είχε συντρίψει κάθε ρεκόρ.
Ο Browia όμως, ήταν άνθρωπος ακόρεστος και
παθιασμένος για το ξεπέρασμα των άκρων. Με το
που άρχισαν να πραγματοποιούνται οι αρχικές του
επιθυμίες και τα πρώτα του όνειρα, όχι μόνο δεν
αρκέστηκε σ' αυτά, αλλά προχώρησε κάνοντας
καινούρια και όλο πιο τολμηρά όνειρα και χαράζοντας
τα σχέδια για την πραγματοποίησή τους. Η
συγκίνηση από την κάθε του κατάκτηση, κατέληγε
στην αυτοεπιβεβαίωση της θέλησής του να ξεχυθεί
κυνηγώντας κάτι, φτάνοντας μέχρι τα άκρα, χωρίς
να πολυσκοτίζεται για το πως και που θα καταλήξει.
Με φανερό σαδισμό και εκδικητικότητα, σχεδίασε
την καταστροφή των δισκογραφικών εταιρειών
και τώρα απολάμβανε την επιτυχία του σχεδίου
του. Μετά οργάνωσε μεθοδικά την εξαφάνιση
των ανταγωνιστών του και με χαρακτηριστική
ευκολία το πέτυχε κι αυτό.
Συνειδητοποιώντας κάθε μέρα και περισσότερο,
την ασύλληπτη δύναμη της μουσικής του και την
μαγική επιβολή της στον κόσμο, ένιωθε το «εγώ»
του να φουσκώνει, αλλά ταυτόχρονα έβλεπε και
την δυσφορία, την εχθρότητα και την ανησυχία
από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων. Αυτό που
τον προβλημάτιζε δεν ήταν η εχθρότητα των
κοινωνικών ομάδων, αυτών που χτυπήθηκαν από τα
αποτελέσματα της επιτυχίας και της επικράτησής
του (όπως οι μουσικοί, οι δισκογραφικοί
επιχειρηματίες, οι άλλοι καλλιτέχνες και ειδικότερα αυτοί
του κινηματογράφου κ.α.), όσο η καχύποπτη
επιθετικότητα των πολιτικών, των επιστημόνων και των
εκπροσώπων της θρησκείας. Δηλαδή, η απειλητική
αντιμετώπισή του από τις πανίσχυρες και βαθιά
ριζωμένες ομάδες των εξουσιαστών. Κι εδώ που τα
λέμε, οι ομάδες αυτές των εξουσιαστών, έχουν
κάθε λόγο να φοβούνται τον David Browia και να
χάνουν τον ύπνο τους, ψάχνοντας να βρουν τον
κατάλληλο τρόπο εξόντωσής του, χωρίς να γίνουν
αντιληπτοί και αναστατωθεί το πλήθος των
μαγεμένων οπαδών του. Έχουν κάθε λόγο να τρέμουν,
από την στιγμή που ο David Browia ξεχύθηκε
οργανωμένος και αποφασισμένος για να πραγματοποιήσει
το τελευταίο του όνειρο: να γίνει Θεός!
Απομονωμένος και ασφαλής στην παλιά εκκλησία,
ο David Browia προχωρούσε στην πραγματοποίηση του
φιλόδοξου σχεδίου. Στην τελευταία περιοδεία
του στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου,
ξαναδιαπίστωσε την απόλυτη λατρεία του κοινού,
και αυτό σήμαινε πως είχε φτάσει η ώρα για να
εφαρμόσει τα τελευταία πλάνα του σχεδίου του. Ο
κόσμος ήταν απογοητευμένος από την διακυβέρνηση
των πολιτικών και όλα τα πολιτικά συστήματα
έδειχναν αποτυχημένα ή μη εφαρμόσιμα. Βέβαια οι
πολιτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν
την εξουσία και θα κατέφευγαν σε κάθε μορφή
άμυνας, που θα τους διατηρούσε στα πολυπόθητα
πόστα εξουσίας. Οι επιστήμονες ήταν η ανερχόμενη
εξουσιαστική τάξη, αλλά προς το παρόν είχαν
συμφωνήσει σε κάποιο είδος ειρήνης με τους
πολιτικούς και ο πόλεμος μεταξύ τους είχε αναβληθεί.
Αυτή την νεκρή περίοδο ειρήνης έπρεπε να
εκμεταλλευτεί ο Browia και να ενεργήσει αιφνιδιαστικά
και χωρίς λάθη.
Τα όπλα του ήταν είκοσι τραγούδια (που τα θεωρούσε
σαν τα καλύτερά του), που θα κυκλοφορούσαν
ταυτόχρονα σ' ολόκληρο τον κόσμο, παράλληλα
με την προβολή ενός φιλμ που έντεχνα προπαγανδίζει
τις «θεϊκές» του ιδιότητες, αντιπαραθέτοντας
και τις αποτυχίες των πολιτικοθρησκευτικών
συστημάτων. Για την ολοκλήρωση του φιλμ απέμεναν
μερικά γυρίσματα σε μια λίμνη, όπου θα εμφανιζόταν
να έρχεται με μια άσπρη βάρκα από τις πηγές
του ποταμού, δείχνοντας με συμβολικό και
καλλιτεχνικό τρόπο, τον ερχομό του για εξαγνισμό
και λύτρωση.
Όλες αυτές οι σκέψεις συνωστίζονταν στο μυαλό
του, ενώ βημάτιζε αργά και μηχανικά από την
μια άκρη του στούντιο μέχρι την άλλη, από την
κονσόλα ηχογράφησης μέχρι τον «Jason 0-13».
Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε το ημερολόγιο του
τοίχου που έδειχνε: Τετάρτη 11 Ιουνίου. Σε δύο
μέρες, την Παρασκευή, είχε προγραμματίσει να
γυρίσει τα τελευταία πλάνα (τα πλάνα στην λίμνη) για
την ολοκλήρωση της ταινίας, η οποία θα προβαλλόταν
στην τηλεόραση στις 2 Ιουλίου, ταυτόχρονα
σ' όλο τον κόσμο. Είχε είκοσι μέρες περιθώριο, για
να κάνει ένα τελευταίο έλεγχο και για να φροντίσει
να λειτουργήσουν όλα στην εντέλεια και με
την προγραμματισμένη ακρίβεια. Όσο πλησίαζαν
οι μέρες, ο Browia ένιωθε μια περίεργη νευρικότητα,
που δεν την είχε αισθανθεί ποτέ πριν. Είχε σκεφτεί
ξανά και ξανά τους λόγους και τις πιθανότητες
επιτυχίας του σχεδίου του και ήταν σίγουρος
πως αποτελούσε μια φυσιολογική αναγκαιότητα,
που αργά ή γρήγορα θα προχωρούσε στην πραγματοποίησή της.
Ακολουθώντας με πάθος και πίστη τα όνειρά
του, είχε αποκοπεί από τον περίγυρό του, αλλά είχε
τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτόν του, που
δεν δίστασε καθόλου να προχωρήσει προς την
κατάκτηση της απόλυτης, της μίας και μοναδικής,
κορυφής. Όσοι δεν ξέρουν τι άφησε πίσω του, τι
εμπόδια ξεπέρασε, δεν μπορούν να καταλάβουν την
πραγματική αξία της επιτυχίας του και πόσο
έντονα την πόθησε. Τώρα φανταζόταν τον εαυτόν του
σαν απόλυτο άρχοντα της γης, κάτι σαν νέος Θεός,
και ήθελε να πιστεύει ότι πέρα από την ικανοποίηση
της εκπλήρωσης της επιθυμίας, θα ασκούσε και
μια πιο δίκαιη εξουσία απ' ότι αυτή που ασκούν
σήμερα οι πολιτικοί. Θα καταργούσε τα σύνορα, θα
καταργούσε τους στρατούς, θα καταργούσε τα
πολιτικά κόμματα και τις θρησκείες και μαζί με
αρκετές άλλες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, θα
οδηγούσε το ανθρώπινο γένος σ' έναν ευτυχέστερο
τρόπο ζωής. Ο David Browia είχε μεγάλη εμπιστοσύνη
στον εαυτόν του και πίστευε πως είχε τις ικανότητες
να γράψει στο βιβλίο της ιστορίας σελίδες
προόδου, ευτυχίας και (προσωπικής) δόξας.
Έχοντας την συμπαράσταση και την αγάπη του
κόσμου, θα κατάφερνε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο, να
απομονώσει τον κάθε εχθρό και να νικήσει τον
οποιονδήποτε αντίπαλο.
Στις όχθες της λίμνης επικρατούσε ηρεμία. Η πυκνή
βλάστηση έφτανε μέχρι τα νερά της λίμνης και
μόνο οι ήχοι από τα ζώα και τα πουλιά έσπαγαν
την σιωπή. Ο Sean Cunningham ακούμπησε
αποκαμωμένος σ' ένα δέντρο, άφησε την καραμπίνα στο
χώμα, έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισου ένα
τσιγάρο, το άναψε και ρούφηξε απολαυστικά τον
καπνό. Μόλις είχε τελειώσει την λεπτομερή έρευνα
στην παλιά εγκαταλελειμένη παιδική κατασκήνωση
και στην γύρω απ' αυτή περιοχή. Τα πάντα ήταν
όπως τα είχε αφήσει, αν και είχαν περάσει αρκετά
χρόνια από την τελευταία φορά που είχε επισκεφτεί
την περιοχή. Η βλάστηση είχε καλύψει σχεδόν
ολόκληρη την παλιά κατασκήνωση, όπως και τον
στενό χωματένιο δρόμο που οδηγούσε σ' αυτήν.
Η σκέψη του Cunningham γύρισε νοσταλγικά
αρκετά χρόνια πίσω, όταν άσημος σκηνοθέτης
γύρναγε την πρώτη του κινηματογραφική ταινία
στον τόπο αυτό. Μία ταινία που γνώρισε τεράστια
επιτυχία, με αποτέλεσμα να γυριστούν αρκετές
συνέχειές της, εξ ίσου επιτυχημένες. Ήταν η εποχή
που ο κινηματογράφος βρισκόταν στις δόξες του
και μαζί με την μουσική αποτελούσαν τις δύο πιο
επιτυχημένες μορφές τέχνες, με πλατιά και μεγάλη
λαϊκή απήχηση. Τότε που το βίντεο ήταν ένας
φτωχός συγγενής του κινηματογράφου και οι
ανταγωνιστικές του δυνατότητες ήταν περιορισμένες.
Σήμερα η κινηματογραφική βιομηχανία αφήνει τον
επιθανάτιο ρόγχο, έχοντας δεχτεί την χαριστική
βολή από την μουσική, η οποία εξαπλώθηκε και
αναπτύχθηκε σε βάρος του σινεμά και των άλλων,
όλων των άλλων, μορφών τέχνης.
Η αρμονία και η γαλήνη της φύσης δεν μπορούσαν
να διώξουν τον εκνευρισμό και την ένταση
που πλημμύριζαν τον Sean Cunningham. Ήταν
Παρασκευή και ο μήνας είχε 13, κι αυτό ήταν
υπεραρκετό για να τον αναστατώνει. Τους τελευταίους
δύο μήνες προσπάθησε απεγνωσμένα να βρει σελιλόϊντ
και παραγωγό, για να γυρίσει την τελευταία
συνέχεια του θέματος που αυτός πρωτοδημιούργησε.
Παρ' όλη την επιμονή του όμως δεν κατάφερε
να πάρει έγκριση από καμία εταιρεία (από τις
πέντε όλες κι όλες που είχαν απομείνει),
συναντώντας παντού τη δικαιολογία της οικονομικής
στενότητας. Ο Cunningham μάταια προσπάθησε να
τους εξηγήσει την αναγκαιότητα αυτής της
συνέχειας, με την οποία θα έκλεινε οριστικά ο κύκλος.
Όλοι τον αντιμετώπιζαν με αδιαφορία και ψυχρότητα,
κι όταν τους εξήγησε τους πραγματικούς
λόγους, αντί να συμφωνήσουν, τον ειρωνεύτηκαν και
του είπαν να πάει σε κανένα ψυχίατρο. Ακόμα και
ο πρώην φίλος και συνεργάτης του (και σκηνοθέτης
της δεύτερης και τρίτης συνέχειας), ο Steve
Minner, χαρακτήρισε τις σκέψεις του σαν παρανοϊκές
και σαν γέννημα αρρωστημένης φαντασίας
Όσο πλησίαζε η Παρασκευή 13 Ιουνίου, τόσο ο
Cunningham πνιγόταν στην απόγνωση και όλο και
πιο δύσκολα διατηρούσε τον έλεγχο της σκέψης
του. Αυτός ήταν ο δημιουργός του τέρατος, αυτός
το είχε βαπτίσει Τζαίησον, αυτός του είχε εμφυσήσει
επτά ζωές, κι αυτό το τρομερό μυστικό (που μόνο
αυτός γνώριζε), τώρα τους το έλεγε αλλά κανένας
δεν τον πίστευε! Έπρεπε οπωσδήποτε να γυριστεί
αυτή η ταινία, να σκοτώσει για δωδέκατη και
τελευταία φορά το τερατώδες δημιούργημά του,
γιατί αλλιώς το τέρας αυτό (δηλαδή ο Τζαίησον),
θα εμφανιζόταν και θα σκορπούσε το τρόμο και το
θάνατο, όχι πια στην κατασκήνωση αλλά σε
ολόκληρο τον κόσμο!
Όταν πια εξαντλήθηκαν όλα τα χρονικά περιθώρια,
ο Cunningham εγκατέλειψε την ιδέα της
κινηματογραφικής ταινίας και αποφάσισε να πάει ο
ίδιος να αντιμετωπίσει τον Τζαίησον, στην περιοχή
της εγκαταλελειμμένης παιδικής κατασκήνωσης.
Εφοδιασμένος μ' ένα τσεκούρι και με μία επαναληπτική
καραμπίνα, έφτασε στον χώρο της κατασκήνωσης
πριν την ανατολή του ηλίου. Ο Τζαίησον αργά ή
γρήγορα θα εμφανιζόταν, για μια ακόμη εκδικητική
επίσκεψη στην γνωστή κατασκήνωση. Αυτή
ήταν η μοναδική ευκαιρία του Cunningham, να
συναντήσει το τερατώδες δημιούργημά του και να
το εξοντώσει, αυτή την φορά όμως όχι με την
κάμερα αλλά με το τσεκούρι και την καραμπίνα.
Σκούπισε με το μανίκι του πουκαμίσου του τον
αρμυρό ιδρώτα, που κυλούσε στο μέτωπό του και
κατέβαινε στα μάτια του. Πλησίαζε μεσημέρι, όταν
αντιλήφθηκε τις κινήσεις στην απέναντι όχθη.
Ήταν μια ομάδα ανθρώπων, αλλά η απόσταση ήταν
μεγάλη και ο Cunningham δεν μπορούσε να διακρίνει,
ούτε να ξεχωρίσει τις λέξεις απ' τις φωνές. Το μόνο
φανερό, ήταν το κλίμα ευθυμίας που επικρατούσε, το οποίο
συνήθως υπάρχει σε παρέες που βρίσκονται σε διακοπές.
Ο Cunningham συγκέντρωσε το βλέμμα
του, μισοκλείνοντας τα μάτια του και μέτρησε
επτά άτομα και μια στοίβα αποσκευές, ακουμπισμένες
στην ρίζα ενός τεράστιου δέντρου που δέσποζε
στην απέναντι όχθη. Ο πρώην διάσημος σκηνοθέτης
ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει την σπονδυλική
του στήλη, συνειδητοποιώντας ότι η εμφάνιση
της παρέας αυτής, ενίσχυε τις υποψίες του και
κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Τα θύματα του Τζαίησον
είχαν καταφθάσει, πιστά στο ραντεβού τους. Στο
εν αγνοία ραντεβού τους με τον τρόμο και τον
θάνατο...
Τα νεύρα του Sean Cunningham ήταν σε άθλια
κατάσταση και παρανοϊκές σκέψεις φτερούγιζαν
γύρω απ' το μυαλό του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια
του, ξανά και ξανά, αρνούμενος να πιστέψει σ'
αυτά που έβλεπε και έπαιρνε βαθιές ανάσες, για να
ηρεμήσει και να επιβάλλει διαύγεια και ψυχραιμία
στον αναστατωμένο και τρομοκρατημένο εαυτό
του. Η παρέα στην απέναντι όχθη, είχε στήσει μια
τέντα και κάτω απ' αυτή είχε τοποθετήσει τα
περισσότερα εξαρτήματα των αποσκευών τους.
Μεταξύ των αποσκευών ο Cunningham διέκρινε και
μία κινηματογραφική κάμερα, την TLS-12 Hitachi,
το τελευταίο και πιο σύγχρονο μοντέλο, που
κατασκευάστηκε πριν πέντε χρόνια, όταν η κρίση στον
κινηματογράφο έδειχνε εφήμερη και κανένας δεν
φανταζόταν την ραγδαία καταστροφική εξέλιξη.
Η σκηνή αυτή έφερε στην σκέψη του Cunningham
νοσταλγικές αναμνήσεις από την περασμένη
εικοσαετία, όταν δούλευε σαν μαθητευόμενος σε
κινηματογραφικό συνεργείο, ή όταν αργότερα
επικεφαλής του συνεργείου έδινε διαταγές και
καθοδηγούσε τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς,
σκηνοθετώντας τις δικές του ταινίες. Έργα που θα
έπαιρναν ξεχωριστή θέση στο πάνθεον του
φανταστικού κινηματογράφου και θα τον καθιέρωναν,
σαν έναν από τους αξιολογότερους και πιο
επιτυχημένους σκηνοθέτες του είδους. Τότε που η κάθε
καινούρια του ταινία αποτελούσε κινηματογραφικό
γεγονός. Τότε που η κινηματογραφική βιομηχανία
ήταν κραταιή και ακμάζουσα. Τότε που ο ανταγωνισμός
τους έσπρωχνε σε δημιουργικό ντελίριο.
Τότε που το ροκ κυριαρχούσε και ο David Browia
ήταν άλλος ένας ερασιτέχνης και άσημος μουσικός,
και το μόνο που επιθυμούσε ήταν ένα κάποιο
δισκογραφικό συμβόλαιο. Τώρα τα πράγματα είναι
τόσο διαφορετικά... Πώς άλλαξαν έτσι; Τόσο πολύ
και τόσο γρήγορα... Που θα καταλήξει αυτή η ιστορία;
Τι επιφυλάσσει το αύριο; Ποιο θα είναι το μέλλον του
κινηματογράφου και των τεχνών γενικότερα; Μήπως θα
είναι καλύτερα να αφήσει τον Τζαίησον να σκορπίσει
τον τρόμο και τον θάνατο και να αιματοκυλήσει
τον κόσμο;
Έστρεψε την καραμπίνα προς την απέναντι
όχθη και παρατήρησε ένα-ένα, μέσα από τον
τηλεφακό, τα άτομα που αποτελούσαν την εύθυμη
παρέα. Με την παρατήρηση μέσα από το κιάλι,
σιγουρεύτηκε πως τα άτομα αποτελούσαν μέρος
ενός κινηματογραφικού συνεργείου, αλλά δεν
διέκρινε ούτε τον σκηνοθέτη ούτε τους ηθοποιούς.
Μέσα από τον τηλεφακό, αποτελούσαν εύκολο
στόχο και μια τρελή ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό
του. Θα μπορούσε, σαν άλλος Τζαίησον, να τους
σκοτώσει και να πάρει τις κάμερες, το σελιλόϊντ
(το τόσο πολύτιμο σελιλόϊντ) κι όλο το υπόλοιπο
υλικό, με το οποίο θα μπορούσε να γυρίσει την
ταινία που τόσο επιθυμούσε. Όλα του φαίνονταν
απλά κι εύκολα και τέτοια ευκαιρία δεν θα
ξανασυναντούσε. Σήκωσε αποφασιστικά την καραμπίνα
και την έστρεψε προς το κινηματογραφικό συνεργείο.
Με την άκρη του ματιού του εντόπισε μια κίνηση στην
αριστερή μεριά της λίμνης και ασυναίσθητα έστρεψε
προς τα 'κει την καραμπίνα. Μέσα από τον τηλεφακό
είδε μία βάρκα που αργοκυλούσε στα ήρεμα
νερά της λίμνης. Στο πίσω μέρος της βάρκας,
καθόταν κάποιος ντυμένος στα άσπρα.
Ο Sean Cunningham πήρε βαθιά ανάσα, σημάδεψε
προσεχτικά και πάτησε έξι φορές την σκανδάλη,
αδειάζοντας τις σφαίρες της καραμπίνας πάνω
στον λευκοντυμένο στόχο. Αυτή την φορά ο
Τζαίησον δεν θα σκορπούσε τρόμο και θάνατο στο
πέρασμά του. Ο Cunningham, ο μόνος που ήξερε την
ταυτότητα και τους σκοπούς του λευκοντυμένου
επιβάτη της βάρκας, μπόρεσε να παρεμποδίσει την
πραγματοποίηση των σχεδίων του, σκοτώνοντας
το εκδικητικό τέρας πριν αρχίσει να σκορπάει την
φρίκη και την καταστροφή. Ο Τζαίησον εμφανίστηκε
διαφορετικά, αλλά δεν κατάφερε να ξεγελάσει
τον δημιουργό και πνευματικό του πατέρα, τον
Sean Cunningham.
Το τελευταίο μέρος της σειράς «Παρασκευή και
13» δεν τυπώθηκε σε φιλμ, αλλά είναι τυπωμένο
στο μυαλό του Cunningham, σκηνοθετημένο απ'
αυτόν τον ίδιο. Αν γυριζόταν ταινία σίγουρα θα
γνώριζε μεγάλη επιτυχία. Ο Sean Cunningham
ήταν σίγουρος, πως η ταινία αυτή θα έδινε ένα
ισχυρό χτύπημα στην παντοδυναμία του David Browia,
αλλά κανένας δεν συμμεριζόταν την γνώμη του
και την βαθιά του πίστη. Ο βετεράνος σκηνοθέτης μ'
ένα έργο του θα μπορούσε να αλλάξει την πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι όμως δεν καταλαβαίνουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου