καθαρά, ότι κανένας δεν τον μάλωνε χρησιμοποιώντας
την λέξη «διαβολάκι» με απωθητική
σημασία ή με περιφρόνηση και αποστροφή. Ειδικά η
μάνα του, η οποία παρ' όλη την προσπάθεια
αυτοσυγκράτησης, ποτέ δεν κατάφερε να μη συνοδέψει
την λέξη «διαβολάκι» μ' ένα ολοφάνερο καμάρι
αλλά και με μια κρυφή πίκρα, σαν ανάμνηση κάποιας
οριστικά χαμένης ευτυχίας.
Στις πρώτες του κοινωνικές σχέσεις με συνομήλικα
νήπια ήταν κλειστός και απόμακρος, και
ζωήρευε μόνο όταν σκάρωνε σκανταλιές σε βάρος της
νηπιακής συντροφιάς ή ακόμα και σε βάρος των
γονέων τους. Η αγαπημένη του σκανταλιά ήταν να
δημιουργεί προσχεδιασμένα ατυχήματα σ' αυτά τα
αγαθά και τόσο καλοαναθρεμμένα παιδάκια και
μετά να απολαμβάνει την ανησυχία, το τρόμο και
την αγανάκτηση, στα πρόσωπα των τρελαμένων
γονιών. Βέβαια φρόντιζε ώστε τα ατυχήματα αυτά
να μην ξεπερνάνε τα πλαίσια ενός συνηθισμένου (ή
μάλλον όχι και τόσο συνηθισμένου) παιδικού
ατυχήματος και ποτέ δεν παρασύρθηκε από την σιγουριά
ότι έχει τις ικανότητες να προκαλέσει θανατηφόρο
ατύχημα, ακόμα και με πολλά θύματα. Ευτυχώς
που ο πατέρας του τον απέκοψε γρήγορα από
αυτές τις πρώτες του «κοινωνικές» σχέσεις, που
του έχουν αφήσει σαν μοναδική ανάμνηση αυτές
τις μακάβριες σκανταλιές. Θυμάται καθαρά πως
ήταν η μέρα των γενεθλίων συμπλήρωσης των πέντε
ετών του, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο
πατέρας του και με μαγευτικά βροντερή φωνή, του
ανακοίνωσε πως από την ημέρα εκείνη αρχίζει μια
άλλη περίοδος της ζωής του. Η σχολική περίοδος.
Ο Τζώννυ ήταν και καλός και κακός μαθητής. Το
πρώτο καιρό συνέχιζε να εξασκείται στο σχεδίασμα
και να απολαμβάνει τα αποτελέσματα της
αγαπημένης του σκανταλιάς, αλλά όσο περνούσε ο
καιρός μερικά μαθήματα τον απορροφούσαν τόσο
πολύ, που δεν είχε ούτε χρόνο ούτε διάθεση να
σκαρώνει σκανταλιές στο παλιό και αγαπημένο
του στυλ. Εξακολουθούσε όμως να είναι τόσο
διαφορετικός από τους άλλους, σχεδόν αντίθετος, που
οι μοναδικές κοινωνικές του σχέσεις ήταν σχέσεις
σύγκρουσης, είτε αμυνόμενος, είτε επιτιθέμενος. Οι
πρώτες αυτές συγκρούσεις γίνονταν σε επίπεδο
μυϊκής δύναμης, από τις οποίες έβγαινε νικητής
επειδή χρησιμοποιούσε το μυαλό του και την τεχνική
του αιφνιδιασμού και της υπουλίας, που
διδάχτηκε από τον πατέρα του. Αργότερα οι συγκρούσεις
μεταφέρθηκαν στο επίπεδο συζήτησης, από τις
οποίες πάλι έβγαινε νικητής και ανάγκαζε τους
αντιπάλους να εγκαταλείπουν, επειδή χρησιμοποιούσε
την τεχνική που οι συζητητές ονόμαζαν
λογική του παραλόγου. Αυτές οι συγκρούσεις
γίνονταν με άτομα, που για διάφορους λόγους τους
ενοχλούσε η παρουσία, του αντικοινωνικά προκλητικού
αλλά και ανίκητου Τζώννυ.
Του ισχνού Τζώννυ με τα σάπια δόντια, την
σάπια λογική, την σάπια ηθική και το τόσο ξεχωριστό
περπάτημα και βλέμμα. Αυτόν με τον οποίο
αργότερα είχαν κρυφό και παθιασμένο έρωτα τα
ωραιότερα κορίτσια του σχολείου. Έναν έρωτα που
καμία δεν μπόρεσε ποτέ να εκδηλώσει, γιατί ο
Τζώννυ δεν ανταποκρινόταν στα ερωτικά καλέσματά
τους. Αντιπαθούσε αυτό που ο κόσμος
ονόμαζε έρωτα και όλοι του έδιναν τόσο μεγάλη αξία
και το τοποθετούσαν τόσο αυθαίρετα ανάμεσα στο
αρσενικό και στο θηλυκό. Έναν έρωτα που χάθηκε
στο άπειρο, αναζητώντας σημείο επαφής με τον
άυλο Τζώννυ και η πίκρα αυτής της αποτυχίας,
γένναγε στα θηλυκά μάτια την γνώριμη ανάμνηση της
οριστικά χαμένης ευτυχίας.
Στις αρχές της σχολικής περιόδου ο Τζώννυ
έχασε την μητέρα του. Την είδε για τελευταία φορά
ένα πρωινό μιας Κυριακής, ντυμένη στα λευκά και
τόσο όμορφη όσο ποτέ άλλοτε, να ετοιμάζεται για
ταξίδι. Δεν ήταν ούτε χαρούμενη, ούτε λυπημένη.
Απλώς ήταν φυσιολογική και έτοιμη. Λίγο πριν
βγει από το σπίτι, γύρισε προς τον Τζώννυ που την
παρατηρούσε αμίλητος και του είπε με πύρινα λόγια.
Ήρθε η ώρα να φύγω. Δεν υπάρχει ρόλος
κομπάρσου για μια πρωταγωνίστρια. Ίσως να παραμείνω
σαν θεατής» κι έσκυψε να τον φιλήσει,
ψιθυρίζοντάς του για τελευταία φορά: «διαβολάκι μου».
Μετά κατέβηκε αργά-αργά τις σκάλες και περπάτησε
με αυτοπεποίθηση προς το αυτοκίνητο, που
περίμενε με αναμμένη μηχανή και τον βλοσυρό
πατέρα του στο τιμόνι. Όταν μπήκε μέσα, το αυτοκίνητο
ξεκίνησε αθόρυβα κι έστριψε στον πρώτο
δρόμο αριστερά. Το βράδυ
μετά το μάθημα, ο Τζώννυ ρώτησε τον
πατέρα του που πήγε η μητέρα, για να πάρει την
σκοτεινή απάντηση: «πέρα από των τεσσάρων
ανέμων τα κάγκελα». Το ίδιο βράδυ, ο Τζώννυ
αποκρυπτογράφησε την έννοια της οριστικά χαμένης
ευτυχίας, που διάβαζε στα μάτια της μητέρας του
τόσα χρόνια και από την στιγμή εκείνη συνειδητοποίησε
πόσο διαφορετική ήταν η ευτυχία αυτή, απ'
όλες αυτές που διάβαζε στα μάτια των υπόλοιπων
θηλυκών.
Η απώλεια της μητέρας του ήταν κάτι που άφησε
τελείως αδιάφορο τον Τζώννυ. Η ζωή του συνεχιζόταν
σαν να μη συνέβη τίποτα και συνέχισε να
εκμεταλλεύεται τον χρόνο του, μαθαίνοντας αυτά που
έπρεπε να μάθει και κάνοντας πρακτική εξάσκηση,
για να σιγουρευτεί για τις τόσο ξεχωριστές
δυνατότητές του. Δίπλα του ο πατέρας του παρέμενε
ένας σπουδαίος δάσκαλος, που είχε αφοσιωθεί
ολοκληρωτικά στην λεπτομερή αποκάλυψη της
προσωπικής ταυτότητας του παιδιού του. Τα μαθήματα
που έπαιρνε απ' τον πατέρα του, ήταν κάτι το
συγκλονιστικό και ταυτόχρονα ασύγκριτα
γοητευτικό για τον Τζώννυ.
Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο
διαφορετικός από τους συνομήλικούς του και όλο πιο
αντικοινωνικός για τους υπόλοιπους. Όλοι τον
απόφευγαν αλλά κανένας δεν τολμούσε να τον προκαλέσει,
ή έστω να τον κοιτάξει στα μάτια και όλοι
ένιωθαν έναν αδιόρατο φόβο. Ή μάλλον σχεδόν
όλοι, γιατί υπήρχε ένας ψηλός γεροδεμένος και
πανέμορφος συνομήλικός του, που όταν σπάνια
συναντιόνταν, τον κοίταγε προκλητικά στα μάτια κι
έκανε μια περίεργη γκριμάτσα, κάτι μεταξύ χαμόγελου
κατανόησης και μορφασμού αποδοκιμασίας.
Εκτός αυτού, υπήρχε και ο Τζαίησον, ο παχύς
διοπτροφόρος αριστούχος μαθητής, που με υπομονή
και μεθοδικότητα παρατηρούσε και κατέγραφε κάθε
κίνηση του Τζώννυ. Η παρουσία του ενοχλούσε
τον Τζώννυ, αλλά ποτέ δεν δημιουργήθηκε
σύγκρουση μεταξύ τους, επειδή πάντοτε την κρίσιμη
στιγμή ο Τζαίησον παραδεχόταν την ανωτερότητα
του Τζώννυ.
Η σχολική περίοδος, δηλαδή η περίοδος
μαθητείας δίπλα στον πατέρα του, διάρκεσε δεκατρία
χρόνια. Κατά την διάρκεια της εποχής αυτής, ο
Τζώννυ παρακολουθούσε και μαθήματα σε σχολεία
δημόσιας εκπαίδευσης και κατά διαστήματα
εργαζόταν, όχι επειδή υπήρχε οικονομική ανάγκη, αλλά
επειδή ο πατέρας του επέμενε να συμμετέχει σε
ορισμένες βασικές κοινωνικές δραστηριότητες,
μόνο και μόνο για να κατανοήσει τους άγραφους
κοινωνικούς κώδικες, που καθορίζουν την ροή και τα
πλαίσια της ζωής αλλά και όλων των ανθρώπινων
δραστηριοτήτων. Φυσικά, παρέμενε αδιάφορος και
απείθαρχος μαθητής και κάθε άλλο παρά αποδοτικός εργαζόμενος.
Μέσα όμως από τις δραστηριότητες αυτές,
μελετούσε τις κοινωνικές δομές και την ψυχοσύνθεση
της ανθρωπότητας και ειδικά την ψυχοσύνθεση
των εφήβων, που πάντα αποτελούν την συντριπτική
πλειοψηφία της νεολαίας. Ο πατέρας του
συνέχεια του υπενθύμιζε, πως η προεφηβική μερίδα της
νεολαίας αποτελεί την πολυτιμότερη κοινωνική
τάξη, για την διαμόρφωση της οποίας λειτουργούν
οι πιο πολύπλοκοι μηχανισμοί εκπαίδευσης και
προπαγάνδας. Μέρα με την μέρα, η διδασκαλία
του πατέρα του στρεφόταν όλο και περισσότερο
προς την ανάλυση αυτών των μεθόδων εκπαίδευσης
και προπαγάνδας, καθώς και τον εντοπισμό
των ευάλωτων σημείων αυτών των μηχανισμών.
Με τέτοια μαθήματα, φυσικό ήταν ο Τζώννυ να
γίνει ένας υπερδιορατικός έφηβος και να διαμορφώσει
μια προσωπικότητα με σπάνια συνειδητοποίηση
και με ευρύτατο φάσμα γνώσης.
Η ζωή συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό και ο Τζώννυ
γινόταν όλο και πιο διαφορετικός από τους
συνομήλικούς του. Ακολουθώντας όμως τις αυστηρές
οδηγίες του πατέρα του, κατέβαλε κάθε δυνατή
προσπάθεια για να περνάει απαρατήρητος και να
κρύβει προσεκτικά τις ξεχωριστές δυνατότητες και
την γνώση που κατείχε. Αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα
δύσκολο για τον ταλαντούχο και πανίσχυρο Τζώννυ
με τα σάπια δόντια, την αντεστραμμένη ηθική
και το φλογισμένο βλέμμα. Το μοναδικό πράγμα
που τον ενοχλούσε εκνευριστικά, ήταν η παρουσία
του αδιάκριτου Τζαίησον, που όλο και πιο επίμονα
παρατηρούσε και κατέγραφε κάθε κίνησή του.
Μια μέρα ο εκνευρισμός του Τζώννυ μετατράπηκε
σε οργή, όταν ανακάλυψε πως ο Τζαίησον είχε
εγκατασταθεί στο διώροφο σπίτι που βρισκόταν
απέναντι από το δικό του και το είχε εξοπλίσει με τα
πιο σύγχρονα όργανα παρατήρησης, δώρο απ' τον
θείο του που ήταν υφυπουργός παιδείας και
θρησκευμάτων. Εξοργισμένος απ' αυτή την ανακάλυψη,
ο Τζώννυ αποφάσισε να καταστρέψει τα
όργανα του Τζαίησον και να τιμωρήσει και αυτόν τον
ίδιο, αλλά την τελευταία στιγμή ο πατέρας του σαν
να διάβασε τις σκέψεις του, τον συγκράτησε και
του εξήγησε πως ακόμα κι αν του κατέστρεφε τα
όργανα, ο θείος του οπωσδήποτε θα του αγόραζε
καινούρια και καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα
μπορούσε να αλλάξει τα μυαλά του Τζαίησον. Όσο
για το θέμα της τιμωρίας, το είχε φροντίσει αυτός ο
ίδιος, και ο Τζαίησον είχε κληρονομήσει την πιο
σκληρή ίσως τιμωρία και το θέμα έχει κλείσει. Το
καλύτερο που είχε να κάνει ο Τζώννυ, ήταν να
αποδεχτεί σαν φυσιολογική την παρουσία του
Τζαίησον και να μην στραφεί εναντίον του, αφού
στο κάτω-κάτω είναι περισσότερο φίλος του παρά
εχθρός του. Την απόφασή του να παρατηρεί και να
μελετάει τον Τζώννυ, την πληρώνει με την κατάρα
διαρκείας να μη μπορεί σταυρώσει γκόμενα. Αυτό
ήταν αρκετό...
Ο Τζώννυ ολοκληρωνόταν και μεγάλωνε με
ταχύτατο ρυθμό. Το παράξενο ήταν πως μαζί του δεν
μεγάλωνε και ο πατέρας του! Αν και είχαν περάσει
δεκατρία χρόνια, από την ημέρα που τον γνώρισε
(στα γενέθλια των πέντε χρόνων του), δεν είχε
αλλάξει καθόλου, λες και ο χρόνος δεν τον αγγίζει.
Παρέμενε ένας γεροδεμένος, επιβλητικός και
πανέμορφος σαρανταπεντάρης, με ανέκφραστο
πρόσωπο, με αβυσσαλέο μαγνητικό βλέμμα και με
παγερούς τρόπους, που τόνιζαν μια ξεχωριστή
κοινωνική ανωτερότητα και μια αριστοκρατική ρίζα, που
έμοιαζε να προέρχεται κατευθείαν απ' τους
πρωτόπλαστους. Με απονεκρωμένες τις κοινωνικές του
σχέσεις, απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις κι έδειχνε
ν' αδιαφορεί για τα οποιαδήποτε ανθρώπινα
ενδιαφέροντα. Ποτέ δεν δούλευε, αλλά όποτε
έπρεπε είχε όσα χρήματα ήθελε. Το πιο περίεργο
ήταν ότι ο Τζώννυ ούτε τ' όνομά του δεν ήξερε!
Μερικές μέρες πριν συμπληρώσει τα δεκαοχτώ
του χρόνια, ο Τζώννυ έχασε και τον πατέρα-δάσκαλο.
Ήταν μια Παρασκευή που φύσαγε δαιμονισμένα,
όταν ο Τζώννυ ξύπνησε από ένα δυνατό
μηχανικό θόρυβο. Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι του κι
έτρεξε στο παράθυρο, για να δει από πού προέρχεται
αυτός ο θόρυβος. Στο κέντρο της αυλής μόλις είχε
προσγειωθεί ένα ελικόπτερο και απ' αυτό κατέβηκε
ένας ευτραφής ασπρομάλλης εξηντάχρονος,
που με σταθερό ρουτινιάρικο βάδισμα πλησίασε
προς την είσοδο του σπιτιού, εκεί που τον περίμενε
ο πατέρας του. Ο εξηντάχρονος τον πλησίασε με
αυτοπεποίθηση και με φιλικό τόνο του είπε.
Αγαπητέ κύριε Χάμερσμιθ, σας βρήκα επιτέλους!
Πρέπει να ξέρετε πως όσο ασχολείστε μ' αυτά τα
κατώτερα για την αξία σας ανθρώπινα πλάσματα, πάντα
θα σας βρίσκω. Δεν νομίζω να έχετε αντίρρηση να
μ' ακολουθήσετε;». Ακούγοντας
τα λόγια αυτά ο Τζώννυ χαμογέλασε
με την αφέλεια του ασπρομάλλη γέροντα, που
νόμιζε ότι μπορεί τόσο εύκολα με δυο-τρεις κουβέντες
να πάρει τον πανίσχυρο πατέρα του, που αν
ήθελε μπορούσε να τον κάνει στάχτη, με μια ματιά
του μόνο. Το χαμόγελο όμως πάγωσε στο στόμα
του όταν είδε τον πατέρα του, όχι μόνο να μην
αντιδρά αλλά και με απόλυτη φυσικότητα (μοιρολατρικά
θα μπορούσαμε να πούμε), να προχωράει προς
τον χαμογελαστό εξηντάχρονο και να επιβιβάζεται
μαζί του στο ελικόπτερο, το οποίο αμέσως
απογειώθηκε και στρίβοντας δεξιά, χάθηκε πίσω από
τα πανύψηλα κτίρια του Λονδίνου.
Οι επόμενες μέρες ήταν περίεργες. Ο Τζώννυ όλη
την μέρα γύρναγε στο Λονδίνο και σκεφτόταν τον
πατέρα του και την τόσο παράξενη αναχώρησή
του. Από την οργή του ξέσκιζε τα ρούχα του και
μετά με παραμάνες ένωνε τα κουρέλια, για να
μπαλώσει πρόχειρα τις τρύπες. Με το φλογισμένο
βλέμμα του πυρπολούσε τον καθένα που τον κοίταγε
περίεργα και όταν αγρίευε οι τρίχες του κεφαλιού
του σηκώνονταν όρθιες, όπως το τρίχωμα του
αγριεμένου αρσενικού λιονταριού, που ετοιμάζεται
για επίθεση. Είχε φτάσει το τέλος της σχολικής
ηλικίας του και δεν ενδιαφερόταν πια να συνεχίσει το
διακριτικό και μη προκλητικό υπόγειο δρόμο που
ακολουθούσε τόσα χρόνια. Ένιωθε πως έφτασε η
ώρα της δράσης, αλλά δεν ήξερε πως να δράσει.
Χαζεύοντας άσκοπα στους Λονδρέζικους δρόμους,
σκεφτόταν για την ιδανική φόρμουλα δράσης, ενώ
ταυτόχρονα, από ένστικτο, προκαλούσε τους
πάντες και με τη τρομακτική του εμφάνιση γκρέμιζε
κάθε τακτοποιημένη και συμβατική εικόνα. Είχε
τις δυνατότητες να κάνει ότι ήθελε, είχε σκοπό να
χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες αυτές για να τα
καταφέρει, αλλά δεν ήξερε τι ήθελε. Δεν ήξερε τι
ήθελε, αλλά ήξερε πως θα το αποκτήσει.
Σ' αυτούς τους άσκοπους και οργισμένους
περιπάτους, συνάντησε και μια γνωστή φυσιογνωμία.
Ήταν ο πιλότος του ελικόπτερου, που είχε αλλάξει
επάγγελμα και τώρα ήταν ιδιοκτήτης ενός
καταστήματος ρούχων. Ο πρώην πιλότος ήθελε να γίνει
πλούσιος και διάσημος, ήξερε με πιο τρόπο θα το
κατάφερνε αυτό, αλλά ακόμα δεν είχε βρει το μέσο
που θα τον οδηγούσε στο σκοπό του. Όταν είδε
τον Τζώννυ, αμέσως θυμήθηκε μια φωτογραφία που
του είχε δώσει με τρόπο ο Χάμερσμιθ, αυτός ο
παράξενος τύπος, που με τόση μυστικότητα τον είχε
παραλάβει από την αυλή ενός σπιτιού, για να τον
μεταφέρει σ' ένα ψυχιατρείο υψίστης ασφάλειας.
Πίσω από την φωτογραφία ήταν γραμμένο το
γριφώδες: «Το μέσον για να γίνεις πλούσιος και
διάσημος» που ο Μάλκολμ, ο πρώην πιλότος, δεν
μπορούσε να το καταλάβει, αλλά από ένστικτο φύλαξε
την φωτογραφία αυτή. Όταν
είδε μπροστά του τον νεαρό της φωτογραφίας,
δεν το πίστευε στα μάτια του! Χωρίς να χάσει
χρόνο τον πλησίασε και αποφασισμένος να τον
χρησιμοποιήσει σαν μέσον για να επιτύχει τον
σκοπό του, του είπε. «Ξέρω πως είσαι ο γιός του
Χάμερσμιθ. Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να αποκαλύψω
το μυστικό σου. Μου είπε όμως ο πατέρας
σου να σε βάλω τραγουδιστή σ' ένα ροκ συγκρότημα
που θα φτιάξουμε, και δια μέσου εμένα θα σου
στέλνει οδηγίες για την πορεία. Δείξε μου
εμπιστοσύνη και δεν θα χάσεις». Ο Τζώννυ ποτέ δεν
είχε τραγουδήσει μέχρι τότε και για μια στιγμή
κοίταξε καχύποπτα τον πρώην πιλότο, που του
χαμογελούσε και του μιλούσε με υπονοούμενα. Δεν τον
πίστεψε, αλλά κατάλαβε ότι όντως ο πατέρας του
θα έπρεπε να κανόνισε αυτή την συνάντηση. Χωρίς
δισταγμό δέχτηκε.
Το συγκρότημα δημιουργήθηκε σε χρόνο μηδέν.
Ο Μάλκολμ έπεισε και τα υπόλοιπα μέλη να έχουν
την ίδια εμφάνιση με τον Τζώννυ, τον οποίον διόρισε
τραγουδιστή και καθοδηγητή και του έδωσε τ'
όνομα «Σάπιος». Το συγκρότημα ήταν έτοιμο. Ο
Τζώννυ έβγαινε στη σκηνή και τραγουδούσε ότι
του 'ρχόταν στο μυαλό κι έκανε ότι του κατέβαινε.
Οι άλλοι τρεις του συγκροτήματος δεν καταλάβαιναν
τι ακριβώς γινόταν, αλλά μαγεμένοι από τις
εκρηκτικές δυνατότητες του Τζώννυ τον
ακολουθούσαν, αντιγράφοντας κάθε του κίνηση και
αποδεχόμενοι κάθε άποψή του. Το συγκρότημα βάδιζε
στον δρόμο που χάραξε ο Μάλκολμ, αλλά ο Τζώννυ
ήταν αυτός που άνοιγε τον δρόμο. Μετά από
λίγους μήνες, το πρώτο μέλος φρικαρισμένο
εγκατέλειψε το γκρουπ και στην θέση του ήρθε ένας
παθιασμένος έφηβος με ζωώδη ένστικτα. Ένας νέος
με σπάνια αυτοπεποίθηση και εκπληκτικές
δυνατότητες, που τον ανέβαζαν σ' ένα επίπεδο ανάλογο μ'
αυτό του Τζώννυ. Που μπήκε στο παιχνίδι όχι για
να ακολουθήσει, αλλά για να οδηγήσει και αυτός.
Μόνο που αυτός δεν ήταν γιός του Χάμερσμιθ και
όταν το συνειδητοποίησε αυτό, τα παράτησε και
αυτοκτονώντας μπήκε σ' ένα διαφορετικού είδους
παιχνίδι, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του θα
υπήρχε μια θέση πρωταγωνιστή και γι' αυτόν.
Παρ' ότι το συγκρότημα γνώριζε την μεγαλύτερη
επιτυχία και ταυτόχρονα είχε αναστατώσει το
σύμπαν ολόκληρο, ο Τζώννυ δεν ήταν απόλυτα
ευχαριστημένος. Είχε σιγουρευτεί πως όντως ο πατέρας
του είχε στείλει στο δρόμο του τον Μάλκολμ,
αλλά όσο πέρναγε ο καιρός έβλεπε ότι ο πονηρός
πιλότος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πανέξυπνος
μπλοφατζής, που με ευκολία μπορούσε να
εξαπατήσει τον καθένα, αλλά όχι και τον γιό του
Χάμερσμιθ. Αποφάσισε λοιπόν να παρατήσει τον
Μάλκολμ και μαζί μ' αυτόν και το συγκρότημα, τα
μέλη του οποίου ήταν πιόνια στα χέρια του
μπλοφατζή μάνατζερ. Θα συνέχιζε όμως την μουσική
του καριέρα, γιατί έβλεπε καθαρά πως μέσα απ'
αυτή θα μπορούσε να επιτύχει τον σκοπό του.
Μόνο που θα έπρεπε να βασιστεί αποκλειστικά στον
εαυτό του και σε συνεργάτες που θα ήταν διατεθειμένοι
να δουλέψουν μαζί του χωρίς όρους.
Με νέους συνεργάτες, με καινούριο συγκρότημα,
με καινούριο όνομα, με νέο δισκογραφικό συμβόλαιο
και με διαφορετική μουσική, ο Τζώννυ
ξεκίνησε την δεύτερη φάση για την ολοκλήρωση της
αποστολής του. Γι' άλλη μια φορά ξανάρχισε να
τραγουδάει ότι του 'ρχόταν στο μυαλό και να κάνει ότι
του κατέβαινε στο κεφάλι. Τα αποτελέσματα όμως
δεν ήταν τα αναμενόμενα και κάτι αδιόρατο έδειχνε
να τον παρεμποδίζει. Στην αρχή νόμιζε πως
έφταιγαν οι συνεργάτες του και γρήγορα-γρήγορα
τους αντικατέστησε. Η κατάσταση προσωρινά
βελτιώθηκε, αλλά πάλι τα αποτελέσματα δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητικά για τον γιό του Χάμερσμιθ
και η αποστολή του κινδύνευε να μην ολοκληρωθεί.
Με την εταιρεία του δεν αντιμετώπιζε προβλήματα,
γιατί είχε απόλυτη ελευθερία επιλογής υλικού,
απεριόριστη οικονομική υποστήριξη και μπορούσε
να ηχογραφήσει δίσκο όποτε αυτός ήθελε. Κάτι
όμως δεν πήγαινε καθόλου καλά.
Μετά από τρεις δίσκους, το συμβόλαιό του με
την εταιρεία έληξε. Όταν όμως ο Τζώννυ πήγε να
πάρει το απαλλακτικό, η γραμματέας τον πληροφόρησε
ότι το συμβόλαιό του δεν είχε τελειώσει και
πως θα μπορούσε να μάθει περισσότερα από τον
ίδιο τον διευθυντή, που τον περίμενε. Εξοργισμένος
ο Τζώννυ έτρεξε στο γραφείο του διευθυντή και
μπήκε ορμητικά μέσα, βρίζοντας ασταμάτητα. Πίσω
από ένα τεράστιο γραφείο καθόταν ένας ευτραφής
συνομήλικός του, με χαμογελαστό πρόσωπο
και ανέκφραστα μάτια, κρυμμένα πίσω από
χοντρούς φακούς μυωπίας.
Πριν ο Τζώννυ προλάβει να πει τίποτα, ο τύπος
άρχισε να του λεει με ηρεμία και αυτοπεποίθηση,
σαν να μιλούσε σε κάποιον γνωστό του: «Αγαπητέ
Τζώννυ Χάμερσμιθ, επιτέλους σας ξαναβρήκα!
Πρέπει να ξέρετε πως όσο ασχολείστε με αυτά, τα
κατώτερα για την αξία σας ανθρώπινα πλάσματα,
πάντα θα σας βρίσκω. Μ' ένα ειδικό μελάνι στο
δισκογραφικό συμβόλαιό σας, έχει προστεθεί ένας
όρος που σας κρατάει δέσμιο για άλλα δέκα χρόνια.
Δεν νομίζω ότι αξίζει να αντιδράσετε. Κύριε
Χάμερσμιθ είστε αιχμάλωτος. Ο Τζώννυ ο Σάπιος
όμως, είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει και
ολόκληρος ο μηχανισμός της εταιρείας μας είναι στις
υπηρεσίες του. Αυτό μπορεί να στο διαβεβαιώσει
και ο διευθυντής της εταιρείας. Εγώ είμαι απλά ο
επιστημονικός σύμβουλος και μπήκα σ' αυτή την
θέση μόνο και μόνο για να φυλακίσω τον γιό του
Χάμερσμιθ.» Ο Τζώννυ τον άκουγε με ανοικτό στόμα.
Μπροστά του, πίσω από το γραφείο, καθόταν ο
Τζαίησον! Αυτός ο μαλάκας ο Τζαίησον, που ήξερε
και μπορούσε να καταλάβει τα πάντα. Αυτός ο
χοντρομπαλάς στραβούλιακας, που συνεχώς πάθαινε
ατυχήματα και δεν μπορούσε να απολαύσει
τίποτα. Που ήταν καταδικασμένος σ' ολόκληρη την
ζωή του να μελετάει τον γιο του Χάμερσμιθ και
μέσα από την μελέτη αυτή να πλησιάζει προς την
γνώση.
Ο γιός του Χάμερσμιθ, φυλακισμένος σε μία
κόλλα χαρτί, άρχισε να σκέφτεται τρόπους απόδρασης.
Ο Τζώννυ ο Σάπιος, αποδυναμωμένος βγήκε
απ' το γραφείο και πήρε τον δρόμο για το στούντιο.
Ο Τζαίησον σηκώθηκε, σκόνταψε σε μια
καρέκλα και μορφάζοντας απ' τον πόνο, βάδισε προς
το διπλανό γραφείο (που τον περίμενε ο διευθυντής),
κρατώντας στο ένα χέρι του το συμβόλαιο
του Τζώννυ και στο άλλο την παραίτησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου